Σε απόσταση περίπου 500μ. από το κέντρο του χωριού Μαυρομάτι, δυτικά του δημόσιου επαρχιακού δρόμου, που οδηγεί από αυτό προς την Αρκαδική Πύλη, βρίσκεται το τοπικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Το μικρό, διώροφο κτίριο κτίστηκε μεταξύ των ετών 1968 και 1972 σε οικόπεδο που δώρισε στην Αρχαιολογική Εταιρεία ο ομογενής Δ. Λατζούνης. Η απλή αρχιτεκτονική μορφή του Μουσείου βασίστηκε στις οδηγίες του αρχιτέκτονα - αρχαιολόγου και ανασκαφέα του Ασκληπιείου ακαδημαϊκού Αναστασίου Ορλάνδου.
Το Μουσείο φιλοξενεί ευρήματα από τις ανασκαφές που πραγματοποίησαν στη Μεσσήνη ο Θεμιστοκλής Σοφούλης (1895), ο Γεώργιος Οικονόμος (1905 και 1926) και ο Αναστάσιος Ορλάνδος (1957-1975). Επίσης στεγάζει σημαντικά και αντιπροσωπευτικά ευρήματα της νεώτερης συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας, που ξεκίνησε το 1987 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα από τον καθηγητή Πέτρο Θέμελη και ομάδα επιστημόνων -συνεργατών του.
Ο όροφος του Μουσείου περιλαμβάνει τρεις εκθεσιακούς χώρους σε σχήμα Γ (αίθουσες Α, Β, Γ) και εξώστη. Στο αίθριο του Μουσείου και στα υπόστεγα φυλάσσονται αρχιτεκτονικά μέλη και ενεπίγραφα βάθρα. Στο ισόγειο βρίσκονται αποθηκευτικοί χώροι, εργαστήρια συντήρησης και χώροι υγιεινής.
Η επιμέλεια της πρώτης έκθεσης των γλυπτών και άλλων ευρημάτων από τις ανασκαφές των Σοφούλη, Οικονόμου και Ορλάνδου πραγματοποιήθηκε το 1977 από τον τότε καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γεώργιο Δεσπίνη, αλλά δεν λειτούργησε ποτέ για το κοινό. Μετά από εκτεταμένες εργασίες ανακαίνισης και επισκευής (1992-1998) οριστικοποιήθηκε η εκθεσιακή - μουσειολογική εικόνα των αιθουσών του Μουσείου από τον ανασκαφέα καθηγητή Πέτρο Θέμελη, και το Μουσείο άνοιξε τις πύλες του τον Μάρτιο του 2000.
Μέσα από σημαντικά έργα γλυπτικής, στα οποία προστέθηκαν από το 1987 μέχρι σήμερα πέντε ακόμη αξιόλογα μαρμάρινα αγάλματα, αλλά και από άλλα αντιπροσωπευτικά εκθέματα, ο σημερινός επισκέπτης μπορεί να αντιληφθεί τη σημασία και τον ιστορικό ρόλο που διαδραμάτισε η Αρχαία Μεσσήνη ως πολιτικό και καλλιτεχνικό κέντρο του αρχαίου ελληνικού κόσμου.
Το μαρμάρινο άγαλμα του Ερμή δεσπόζει στην Αίθουσα Α του Αρχαιολογικού Μουσείου. Το μέγεθός του υπερβαίνει το φυσικό και υπολογίζεται στα 2,07μ. μαζί με την συμφυή πλίνθο. Αποκαλύφθηκε σχεδόν ακέραιο στο χώρο ΙΧ της δυτικής στοάς του Γυμνασίου μαζί με το βάθρο του, το 1996. Φαίνεται ότι εκεί είχε μεταφερθεί από άλλο παρακείμενο χώρο, όταν ανακαινίστηκε το Γυμνάσιο, τον 1ο αι. μ.Χ. Πρόκειται για άριστα διατηρημένο Ρωμαϊκό αντίγραφο του 1ου αι. μ. Χ. από πρωτότυπο έργο του 4ου αι. π. Χ., δηλαδή για μοναδική παραλλαγή του γενικού τύπου του Ερμή. Η εικόνα του θεού ταυτίζεται με κάποιον άγνωστο σε μας αφηρωισμένο Μεσσήνιο νεκρό.
O μαρμάρινος κορμός του γυμνού ανδρικού αγάλματος, που εκτίθεται σε εξέχουσα θέση στην Αίθουσα Α του Αρχαιολογικού Μουσείου, αποκαλύφθηκε στο χώρο ΙΙΙ του Γυμνασίου της Μεσσήνης το 1995, πεσμένος μπροστά στο βάθρο του. Αποτελεί άριστης τέχνης αντίγραφο του 1ου αι. π. Χ. φημισμένου πρωτοτύπου του 5ου αι. π. Χ., έργου του Αργείου γλύπτη Πολυκλείτου. Είχε στηθεί κάπως πρόχειρα πάνω σε προγενέστερο βάθρο, στο οποίο είχαν ανιδρυθεί χάλκινοι ανδριάντες. Η κατασκευή και ανέγερσή του φαίνεται πως πραγματοποιήθηκε στα χρόνια του Αυγούστου. Το γλυπτό δηλαδή είναι σύγχρονο με την αναδιάταξη στο χώρο του Γυμνασίου της πόλης, την αναζωπύρωση του θεσμού της εφηβείας και την κατασκευή του μνημειώδους τετρακιόνιου δωρικού Προπύλου στα χρόνια αυτά.
Ιστορία
Στη βασίλισσα Μεσσήνη αποδίδεται κατά την παράδοση και η ίδρυση του ιερού του Διός Ιθωμάτα στην κορυφή της Ιθώμης (Παυσανίας 4.26-33). Ο Παυσανίας μας πληροφορεί επίσης ότι ήδη επί της βασιλείας του Γλαύκου (10ος αι. π.Χ.) η Μεσσήνη θεοποιείται και λατρεύεται. Αναδείχθηκε σε μια από τις κύριες θεότητες της πόλης μαζί με τον Δία Ιθωμάτα. Ο ναός της αποκαλύφθηκε στο ΝΔ τμήμα της αγοράς. Είναι περίπτερος με 6 Χ 12 ψαμμιτικούς κίονες δωρικού ρυθμού. Στο σηκό του βρισκόταν το χρυσόλιθο άγαλμα της θεάς και μια τοιχογραφία του Ομφαλίωνα, μαθητή του Νικία, με δεκατρείς μυθικούς βασιλείς και βασίλισσες της χώρας.
Όλα τα οικοδομήματα της Μεσσήνης έχουν τον ίδιο προσανατολισμό και εντάσσονται μέσα στον κάνναβο που δημιουργείται από οριζόντιους (με κατεύθυνση Ανατολή-Δύση) και κάθετους (με κατεύθυνση Βορρά-Νότου) δρόμους. Το πολεοδομικό αυτό σύστημα είναι γνωστό ως ιπποδάμειο, από τον αρχικό εμπνευστή και δημιουργό του αρχιτέκτονα, πολεοδόμο, γεωμέτρη και αστρονόμο του 5ου αιώνα π.Χ., τον Ιππόδαμο από τη Μίλητο. Αξιοσημείωτο είναι ότι το προκαθορισμένο αυτό σχήμα που στηρίζεται στις αρχές της ισονομίας, της ισοπολιτείας και της ισομοιρίας, στις αρετές δηλαδή του δημοκρατικού πολιτεύματος, και χαρακτηρίζεται από ακραίο γεωμετρισμό, προσαρμοζόταν κάθε φορά στις ειδικές γεωμορφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες του τόπου, ενταγμένο αρμονικά στο φυσικό περιβάλλον. Η βασική ιδέα του ιπποδάμειου πολεοδομικού συστήματος που πηγάζει από το ιδεώδες της δημοκρατίας είναι: όλοι οι πολίτες να έχουν ισομεγέθη και εξίσου κατάλληλα οικόπεδα και να έχουν πρόσβαση στα δημόσια και ιερά οικοδομήματα, στους κοινόχρηστους δηλαδή χώρους, που επιβάλλονται με τις μνημειακές τους διαστάσεις και τον πλούσιο διάκοσμο. Πάνω σε αυτές ακριβώς τις αρχές οικοδομήθηκε το 369 π.Χ. από τον Θηβαίο Επαμεινώνδα και τους Αργείους συμμάχους του η νέα πρωτεύουσα της αυτόνομης Μεσσηνίας, που οφείλει το όνομα της στην πρώτη μυθική προδωρική βασίλισσα της χώρας, τη Μεσσήνη, κόρη του Αργείου βασιλιά Τριόπα και σύζυγο του Λάκωνα Πολυκάονα.
Περιγραφή και Μνημεία
Η Αρχαιολογική Εταιρεία άρχισε συστηματικές ανασκαφικές έρευνες στην αρχαία Μεσσήνη το 1895 με τον Σάμιο αρχαιολόγο και μετέπειτα πολιτικό Θεμιστοκλή Σοφούλη. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν το 1909 και το 1925 από τον Γεώργιο Οικονόμο. Ακολούθησαν οι πολυετείς έρευνες και ανασκαφές του Σουηδού αρχαιολόγου Ν. Valmin στη Μεσσηνία, καρπός των οποίων υπήρξαν δύο βασικά συγγράμματά του, ένα για τις επιγραφές της Μεσσηνίας (1929) και ένα δεύτερο για τις τοπογραφικές του έρευνες στην Μεσσηνία (1930).
Το 1957 ανέλαβε τις ανασκαφές στην αρχαία Μεσσήνη ο τότε γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας, ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος, που εργάστηκε ως το 1974. Με τις ανασκαφές του ίδιου και των προκατόχων του ήλθε στο φώς το μεγαλύτερο μέρος του οικοδομικού συγκροτήματος του Ασκληπιείου.
Το 1986 το Συμβούλιο της Αρχαιολογικής Εταιρείας ανέθεσε στον καθηγητή Πέτρο Θέμελη τη διεύθυνση των ανασκαφών της αρχαίας Μεσσήνης. Οι ανασκαφικές έρευνες με παράλληλες εργασίες στερέωσης και αναστήλωσης των μνημείων συνεχίζονται από το 1987 ως σήμερα με ταχύτερους προοδευτικά ρυθμούς. Έχουν φέρει στο φως όλα τα δημόσια και ιερά οικοδομήματα της πόλης που είδε και περιέγραψε ο Παυσανίας στη Μεσσήνη, όταν την επισκέφθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβούς (155-160 μ.X).
Το τείχος που περιέβαλλε τη Μεσσήνη είναι εξαιρετικά μεγάλου μήκους (περίμετρος 9 χλμ.) και στην εποχή του Παυσανία ήταν ήδη εξ' ολοκλήρου λίθινο, πράγμα που του προκάλεσε μεγάλη έκπληξη καθώς συνηθιζόταν η πλίθινη ανωδομή. Είχε δύο μνημειακές πύλες, την Αρκαδική (ή πύλη της Μεγαλόπολης) και τη Λακωνική. Σε τακτά διαστήματα ήταν ενισχυμένο με διώροφους λίθινους τετράγωνους και στρογγυλούς πύργους. Σήμερα διατηρείται καλύτερα στη βόρεια πλευρά του, εκατέρωθεν της Αρκαδικής πύλης. Από τα διατηρημένα μέρη και τα θεμέλια μπορεί κανείς να προσδιορίσει όλη σχεδόν τη γραμμή που ακολουθεί το τείχος.
Οι κυριότερες θέσεις και μνημεία που έχουν αποκαλυφθεί είναι:
Ασκληπιείο
Ο Παυσανίας παρουσιάζει το Ασκληπιείο ως μουσείο έργων τέχνης, κυρίως αγαλμάτων και όχι ως συνηθισμένο τέμενος θεραπείας ασθενών. Ήταν ο επιφανέστερος χώρος της Μεσσήνης, κέντρο της δημόσιας ζωής της πόλης, που λειτουργούσε παράλληλα με την παρακείμενη αγορά. Περισσότερα από 140 βάθρα για χάλκινους ανδριάντες πολιτικών κυρίως προσώπων και πέντε εξέδρες περιβάλλουν το δωρικό ναό και το βωμό, ενώ πολλά είναι τοποθετημένα και κατά μήκος των στοών. Ένας σχεδόν τετράγωνος υπαίθριος χώρος (71,91X66,67μ.) πλαισιώνεται εσωτερικά από τέσσερις στοές, ανοιχτές προς τον κεντρικό υπαίθριο χώρο. Κάθε στοά της βόρειας και νότιας πλευράς είχε στην πρόσοψη 23 κίονες κορινθιακούς που στήριζαν θριγκό, αποτελούμενο από ιωνικό επιστύλιο και από ζωφόρο με ανάγλυφα βουκράνια στολισμένα εναλλάξ με ανθοπλοκάμους και ρόδακες. Όμοιες ήταν και οι στοές της ανατολικής και δυτικής πλευράς, αλλά με 21 κίονες η καθεμία. Σε κάθε στοά υπήρχε δεύτερη εσωτερική κιονοστοιχία με 14 κίονες στην βόρεια και τη νότια πλευρές και 13 στην ανατολική και δυτική.
Στην ανατολική πτέρυγα της περίστυλης αυλής βρίσκεται συγκρότημα τριών οικοδομημάτων: το μικρό στεγασμένο θεατροειδές Εκκλησιαστήριο, το Πρόπυλο, το Συνέδριον ή Βουλευτήριο και η αίθουσα Αρχείου του Γραμματέως των Συνέδρων. Κατά μήκος της δυτικής πτέρυγας βρίσκεται σειρά δωματίων-Οίκων που σύμφωνα με την περιγραφή του Παυσανία περιείχαν αγάλματα των εξής θεοτήτων κατά σειρά από Νότο προς Βορρά: Απόλλωνος και Μουσών , Ηρακλή-Θήβας-Επαμεινώνδα (Οίκος Ν), Τύχης (Οίκος Μ), Αρτέμιδος Φωσφόρου (Οίκος Κ).Ο Παυσανίας παρουσιάζει το Ασκληπιείο ως μουσείο έργων τέχνης, κυρίως αγαλμάτων και όχι ως συνηθισμένο τέμενος θεραπείας ασθενών. Ήταν ο επιφανέστερος χώρος της Μεσσήνης, κέντρο της δημόσιας ζωής της πόλης, που λειτουργούσε παράλληλα με την παρακείμενη αγορά. Περισσότερα από 140 βάθρα για χάλκινους ανδριάντες πολιτικών κυρίως προσώπων και πέντε εξέδρες περιβάλλουν το δωρικό ναό και το βωμό, ενώ πολλά είναι τοποθετημένα και κατά μήκος των στοών. Ένας σχεδόν τετράγωνος υπαίθριος χώρος (71,91X66,67μ.) πλαισιώνεται εσωτερικά από τέσσερις στοές, ανοιχτές προς τον κεντρικό υπαίθριο χώρο. Κάθε στοά της βόρειας και νότιας πλευράς είχε στην πρόσοψη 23 κίονες κορινθιακούς που στήριζαν θριγκό, αποτελούμενο από ιωνικό επιστύλιο και από ζωφόρο με ανάγλυφα βουκράνια στολισμένα εναλλάξ με ανθοπλοκάμους και ρόδακες. Όμοιες ήταν και οι στοές της ανατολικής και δυτικής πλευράς, αλλά με 21 κίονες η καθεμία. Σε κάθε στοά υπήρχε δεύτερη εσωτερική κιονοστοιχία με 14 κίονες στην βόρεια και τη νότια πλευρές και 13 στην ανατολική και δυτική.
Στην ανατολική πτέρυγα της περίστυλης αυλής βρίσκεται συγκρότημα τριών οικοδομημάτων: το μικρό στεγασμένο θεατροειδές Εκκλησιαστήριο, το Πρόπυλο, το Συνέδριον ή Βουλευτήριο και η αίθουσα Αρχείου του Γραμματέως των Συνέδρων. Κατά μήκος της δυτικής πτέρυγας βρίσκεται σειρά δωματίων-Οίκων που σύμφωνα με την περιγραφή του Παυσανία περιείχαν αγάλματα των εξής θεοτήτων κατά σειρά από Νότο προς Βορρά: Απόλλωνος και Μουσών , Ηρακλή-Θήβας-Επαμεινώνδα (Οίκος Ν), Τύχης (Οίκος Μ), Αρτέμιδος Φωσφόρου (Οίκος Κ).
Τη βόρεια πτέρυγα του Ασκληπιείου κλείνει μεγάλο διμερές οικοδόμημα κτισμένο πάνω σε υψηλό πόδιο, προσιτό από κεντρικό μνημειώδες κλιμακοστάσιο που στο βόρειο πέρας του καταλήγει σε πρόπυλο με αετωματική επίστεψη. Οι δύο αίθουσες του οικοδομήματος, δεξιά και αριστερά από το βόρειο κλιμακοστάσιο, που διαιρούνται πανομοιότυπα σε πέντε δωμάτια, έχουν ταυτισθεί με το Σεβάστειον ή Καισαρείον των επιγραφών. Ήταν αφιερωμένες στη λατρεία της θεάς Ρώμης και των αυτοκρατόρων. Στο ανατολικό άκρο της βόρειας πτέρυγας, στο επίπεδο της στοάς, βρίσκεται ο επιμελούς κατασκευής Οίκος Η με βάθρο αγαλμάτων. Η ανέγερση του συγκροτήματος του Ασκληπιείου, που πρέπει να συντελέστηκε αμέσως μετά τα γεγονότα του 215/14 π.X., φαίνεται ότι εντάσσεται σε ένα μεγαλόπνοο οικοδομικό πρόγραμμα, κατά το πρότυπο της αθηναϊκής Ακροπόλεως, με στόχο την προβολή των Μεσσηνίων ως ιδιαίτερου έθνους στην Πελοπόννησο και με βαθιές ρίζες στο προδωρικό και το δωρικό παρελθόν της χώρας. Όλα σχεδόν τα γλυπτά του οικοδομικού συγκροτήματος του Ασκληπιείου ήταν έργα του γλύπτη Δαμοφώντα, με εξαίρεση το χρυσόλιθο άγαλμα της Μεσσήνης και το σιδερένιο του Επαμεινώνδα (Παυσ. 4.31.10).
Το μεγαλύτερο μέρος του κεντρικού υπαίθριου χώρου του Ασκληπιείου καταλαμβάνεται από τον επιβλητικό δωρικό περίπτερο ναό και το μεγάλο βωμό του. Ο ναός ήταν περίπτερος δωρικός (6X12 κίονες) με πρόναο και οπισθόδομο, που ο καθένας τους έφερε δύο κίονες μεταξύ παραστάδων. Οι εξωτερικές διαστάσεις του μνημείου είναι 13,67X27,94 μ., ενώ το συνολικό του ύψος ήταν 9 μ. περίπου. Εδράζεται σε τρίβαθμη κρηπίδα. Στην ανατολική του πλευρά, όπου η είσοδος, υπάρχει ράμπα. Ο σηκός, ο πρόναος και ο οπισθόδομος είναι κτισμένοι από τοπικό ασβεστόλιθο, ενώ το πτερό από επιχρισμένο ψαμμιτικό λίθο. Το άδυτο χωριζόταν από το υπόλοιπο τμήμα του ναού με θωράκιο και στο βάθος του υπήρχε γλυπτική λατρευτική σύνθεση,. Αφιερώματα που προσιδιάζουν στη λατρεία του θεραπευτή θεού Ασκληπιού δεν βρέθηκαν. Επιβεβαιώνεται η άποψη ότι ο Ασκληπιός της Μεσσήνης δεν είχε προέχουσα τη θεραπευτική ιδιότητα, αλλά την πολιτική, εκείνη του "Μεσσήνιου πολίτη" (Παυσ. 4.26.7). Είχε τη θέση του μέσα στο γενεαλογικό δέντρο των μυθικών βασιλέων της Μεσσηνίας, τόσο των πριν όσο και των μετά την κάθοδο των Ηρακλειδών στην Πελοπόννησο. Μητέρα του ήταν η Αρσινόη, κόρη του Λευκίππου, που έδωσε το όνομα της και στην Κρήνη Αρσινόη της αγοράς.
Ιερό Ίσιδος και Σαράπιδος, που μνημονεύεται και από τον Παυσανία (4.32.6)
Η Θέση του ιερού του Σαράπιδος και της Ίσιδος δίπλα στο Θέατρο είναι γνωστή από τον Παυσανία. Η έρευνα έφερε στο φως μεγάλη υπόγεια στοά σχήματος «Π» αμέσως νότια από την σκηνή του Θεάτρου. Δρόμος πλάτους 6 μ. περίπου χωρίζει την σκηνή του Θεάτρου από την υπόγεια κατασκευή. Το βόρειο σκέλος της έχει μήκος 46,50 μ., ενώ το ανατολικό και το δυτικό 35,50 μ. Το πλάτος της είναι 3,25 μ., ενώ το βάθος φτάνει τα 3,50 μ. Ήταν κεραμοσκεπή και δεν έφερε ανοίγματα παραθύρων.
Μετά την εγκατάλειψη και την πτώση της οροφής της, στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ., η υπόγεια δεξαμενή χρησιμοποιήθηκε ως χώρος απόρριψης παντοειδών υλικών συμπεριλαμβανομένων και πολυάριθμο θραυσμάτων μαρμάρινων αγαλμάτων. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει το καθιστό άγαλμα της Ίσιδας που θηλάζει τον Ώρο και το δεξί χέρι του Περσέα με το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας.
Πρωτοβυζαντινή Βασιλική
Πηγαίνοντας προς το στάδιο δεξιά μας συναντάμε την Βασιλική. Η τρίκλιτη Βασιλική της Μεσσήνης (16 x 38 μ.), είναι χτισμένη με spolia προγενέστερων οικοδομημάτων, όπως δείχνει η πλακόστρωση του μεσαίου κλίτους και ο τοίχος της αψίδας. Ιδρύθηκε στα τέλη του 7ου αι. μ.Χ, λειτούργησε ωστόσο σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής εποχής με συνεχείς επισκευές και προσθήκες.
Την περίοδο της Φραγκοκρατίας τα πλευρικά κλίτη χρησιμοποιήθηκαν για ταφές, ενώ απέκτησαν και αψίδες.
Σώζονται οι περισσότερες ιωνικές βάσεις κιόνων στη θέση τους, ενώ αρκετά μαρμάρινα επίκρανα από το τέμπλο της πρώτης φάσης βρίσκονται διάσπαρτα.
Κρήνη Αρσινόη
Το μεγάλο κρηναίο οικοδόμημα, που αποκαλύφθηκε μεταξύ του Θεάτρου και της μεγάλης βόρειας στοάς της Αγοράς της Μεσσήνης, ταυτίζεται με την Κρήνη Αρσινόη, για την οποία μας πληροφορεί ο Παυσανίας. Σύμφωνα με αυτόν, η Κρήνη πήρε το όνομά της από την Αρσινόη, κόρη του μυθικού βασιλιά της Μεσσηνίας Λεύκιππου και μητέρα του Ασκληπιού. Η κατασκευή της ανάγεται στα τέλη του 3ου αι. π. Χ., ενώ μετατροπές και επισκευές στο οικοδόμημα πραγματοποιήθηκαν κατά τον 1ο και 3ο αι. μ.Χ.
Η Κρήνη Αρσινόη αποτελείται από επιμήκη δεξαμενή μήκους περίπου 40μ., που βρίσκεται μπροστά από αναλημματικό τοίχο. Ανάμεσα στη δεξαμενή και στο ανάλημμα υπήρχε αβαθής στοά από ιωνικούς ημικίονες. Στο μέσον ακριβώς της επιμήκους δεξαμενής αποκαλύφθηκε ημικυκλικό βάθρο, όπου είχε ανιδρυθεί γλυπτική σύνθεση (σύνταγμα) από χάλκινους ανδριάντες. Χαμηλότερα από την επιμήκη δεξαμενή υπήρχαν δύο ακόμη δεξαμενές συμμετρικά τοποθετημένες, δεξιά και αριστερά από πλακόστρωτο αίθριο.
Στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. (α' οικοδομική φάση) δωρική κιονοστοιχία έκλεινε την πρόσοψη της κρήνης, η οποία, σύμφωνα με τις επιγραφές, καταργήθηκε στα χρόνια του Νέρωνα (β' οικοδομική φάση-1ος αι. μ.Χ.). Σωζόμενη επιγραφή επιβεβαιώνει την ταύτιση της κρήνης με το κτίσμα που περιγράφει ο Παυσανίας, και υποδεικνύει, ότι στην ημικυκλική εξέδρα της επάνω επιμήκους δεξαμενής πρέπει να είχαν στηθεί χάλκινα αγάλματα της οικογένειας του Αυγούστου.
Στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. ανάγεται η γ΄ και τελευταία οικοδομική φάση επισκευών και μετατροπών του κρηναίου οικοδομήματος. Τότε προστέθηκαν δύο τετράγωνοι πρόβολοι (πόδια), που προεξέχουν συμμετρικά στα άκρα του κτίσματος. Για την προσθήκη αυτή χρησιμοποιήθηκε οικοδομικό υλικό από το ανάλημμα του γειτονικού Θεάτρου στους χρόνους του Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.).
Στο πλαίσιο της γενικότερης οικονομικής κατάρρευσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της επιδείνωσης που επήλθε στη ζωή της πόλης από σεισμούς και βαρβαρικές επιδρομές, η Κρήνη Αρσινόη ακολουθεί την τύχη των υπολοίπων δημόσιων και ιερών οικοδομημάτων της Μεσσήνης, τα οποία εγκαταλείφθηκαν γύρω στο 360/370 μ.Χ. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα, το ανατολικό τμήμα της Κρήνης παρέμεινε στη θέση του, και χρησιμοποιήθηκε και κατά την Πρωτοχριστιανική περίοδο. Μετά από απουσία δραστηριότητας στο χώρο για μεγάλο χρονικό διάστημα, η περιοχή της Κρήνης και του γειτονικού Θεάτρου κατοικείται πάλι από τις αρχές του 10ου αι. μ.Χ. και εξής.
Ο Παυσανίας αναφέρει, ότι από την Κρήνη Αρσινόη δεχόταν νερό η πηγή Κλεψύδρα, που βρίσκεται μέσα στο σημερινό χωριό Μαυρομάτι, δίπλα στο υστεροβυζαντινό εκκλησάκι του Αη Γιάννη του Ριγανά. Σύμφωνα με τον αρχαίο περιηγητή, όταν οι Κουρήτες απήγαγαν τον Δία-βρέφος σώζοντάς τον από τη φονική οργή του πατέρα του Κρόνου, τον παρέδωσαν στις τοπικές νύμφες Ιθώμη και Νέδα. Εκείνες έλουσαν το βρέφος στην πηγή, η οποία ονομάστηκε Κλεψύδρα (κλέπτω+ύδωρ) σε ανάμνηση της απαγωγής/κλοπής του θεϊκού βρέφους.
Η αρχαία Κρήνη Κλεψύδρα είχε μνημειακές διαστάσεις, αλλά τα αρχιτεκτονικά μέλη της έχουν ενσωματωθεί σε νεώτερες κατασκευές. Η ανασκαφή στο χώρο έδειξε, ότι αποτελείτο από μεγάλο προστώο (6Χ12μ. περίπου), από το οποίο σωζόταν τμήμα του στυλοβάτη και μέρος πλακόστρωσης από επιμελημένους πωρόπλινθους. Στο αρχαίο ανάλημμα της συλλέκτριας δεξαμενής εδράζεται σύγχρονο ανάλημμα. Στη θέση της αρχαίας δεξαμενής κατασκευάστηκε νεώτερη από σκυρόδεμα στις αρχές της δεκαετίας του ΄50. Στο χώρο της αρχαίας κρήνης λειτουργούσε αποθέτης ιερού, αφιερωμένου στον Αχελώο, χθόνια θεότητα του νερού (9ος/8ος αι. π.Χ.)
Αγορά
Η Αγορά της Μεσσήνης εκτείνεται περίπου 200 μ. ΒΔ του Ασκληπιείου και περίπου 50 μ. ανατολικά του Θεάτρου. Λίγο πρωιμότερη από την ίδρυση του Ασκληπιείου (αρχές / μέσον του 3ου αι. π.Χ), συνεχίζει να λειτουργεί ως εμπορική αγορά παράλληλα με το Ασκληπιείο, που συγκέντρωνε και πολιτικές λειτουργίες.
Με βάση τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά λείψανα των στοών της, η Αγορά είχε έκταση διαστάσεων 186 x 176 μ. Ήταν δηλαδή 4 φορές μεγαλύτερη από το Ασκληπιείο. Στο χώρο αυτό ο περιηγητής Παυσανίας είδε και μνημόνευσε ιερά του Διός Σωτήρος, του Ποσειδώνα και της Αφροδίτης.
Η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως οικοδομικά λείψανα τα οποία αρχικά ταυτίστηκαν με το ναό του Διός Σωτήρος, η νεότερη έρευνα ωστόσο τα ταυτίζει με το Ναό της ηρωίδος Μεσσήνης. Ανασκαφικές ενδείξεις υποδεικνύουν ότι προς το νότιο τμήμα της Αγοράς βρισκόταν, ενδεχομένως, ο Ναός του Ποσειδώνος.
Το ανατολικό πέρας διώροφης στοάς του 3ου αιώνα π.Χ, μήκους 186 και πλάτους 25,40 μ. με προεξέχουσες πτέρυγες στα άκρα, αποτελούσε το βόρειο όριο της Αγοράς. Δεν είχε καταστήματα, λειτουργούσε ως χώρος περιπάτου και αναψυχής. Στο πίσω τοίχο της ανοίγονται κόγχες που στέγαζαν αγάλματα. Στην ωοτιοανατολική πλευρά σώζονται στη θέση τους δύο λίθινες τράπεζες που φέρουν κωνικές κοιλότητες μέτρησης στην άνω επιφάνεια τους.
Εδώ γινόταν από τους αγορονόμους ο έλεγχος χωρητικότητας των δοχείων που χρησιμοποιούσαν οι έμποροι για την πώληση ξηρών καρπών και σιτηρών.
Θησαυροφυλάκιο
Ο Θησαυρός (θησαυροφυλάκιο), όπου φυλασσόταν τα κινητά περιουσιακά στοιχεία της πόλης, ήλθε στο φως νοτίως του ναού της ηρωίδας Μεσσήνης στην περιοχή της Αγοράς.
Πρόκειται για έναν υπόγειο οικοδόμημα, κτισμένο με καλά πελεκημένους λιθοπλίνθους (αγκωνάρια), ερμητικά κλειστό, σκοτεινό και απόλυτα ασφαλές, μέσα στο οποίο φυλασσόταν το περίσσευμα από τους θησαυρούς της πόλης.
Ο Ναός της Μεσσήνης
Αρχιτεκτονικά λείψανα του ναού της θεοποιημένης Μεσσήνης, της προ-δωρικής βασίλισσας της χώρας, που έδωσε το όνομά της στην πόλη.
Ήταν περίπτερος δωρικού ρυθμού και στέγαζε το χρυσόλιθο λατρευτικό άγαλμα της Θεάς. Στήλες με ψηφίσματα διαφόρων πόλεων προς τιμήν Μεσσηνίων δικαστών βρέθηκαν στη βόρεια πλευρά του Ναού. Στη νότια πλευρά του Ναού υπάρχουν πολλά βάθρα με τιμητικές επιγραφές που έφεραν κάποτε χάλκινους ανδριάντες Ρωμαίων αυτοκρατόρων.
Ο Μεγάλος Δωρικός Ναός
Το μεγαλύτερο μέρος του κεντρικού υπαίθριου χώρου του Ασκληπιείου καταλαμβάνεται από τον επιβλητικό δωρικό περίπτερο Ναό και το βωμό του. Ο Ναός ήταν περίπτερος δωρικός (6 x 12 κίονες) με πρόναο και οπισθόδομο, που ο καθένας τους έφερε δύο κίονες μεταξύ παραστάδων.
Οι εξωτερικές διαστάσεις του μνημείου είναι 13,67 x 27,24 μ. ενώ το συνολικό του ύψος ήταν 9 μέτρα περίπου. Εδράζεται σε τρίβαθμη κρηπίδα. Στην ανατολική πλευρά, όπου η είσοδος, υπάρχει ράμπα.
Το άδυτο χωριζόταν από το υπόλοιπο τμήμα του Ναού με θωράκιο και στο βάθος του υπήρχε γλυπτική λατρευτική σύνθεση, το χρυσόλιθο άγαλμα της Θεάς Μεσσήνης. Αφιερώματα που προσιδιάζουν στη λατρεία του θεραπευτική Θεού Ασκληπιείου δεν βρέθηκαν.
Επιβεβαιώνεται μάλλον η άποψη ότι ο Ασκληπιός της Μεσσήνης δεν είχε προέχουσα θεραπευτική ιδιότητα, αλλά την πολιτική εκείνη του «Μεσσήνιου πολίτη»
Είχε τη θέση του μέσα στο γενεαλογικό δένδρο των μυθικών βασιλέων της Μεσσήνης, τόσο των πριν όσο και των μετά την κάθοδο των Ηρακλειδών στην Πελοπόννησο. Μητέρα του ήταν η Αρσινόη, κόρη του Λευκίππου, που έδωσε το όνομα της και στην Κρήνη Αρσινόη της Αγοράς.
Ταφικό μνημείο 2 Αρκαδικής Πύλης
Ο Παυσανίας μετά την επίσκεψή του στην Αρχαία Μεσσήνη (2ος αι. μ.Χ.) αναχώρησε από την πόλη και κατευθύνθηκε προς την Μεγαλόπολη μέσω της Αρκαδικής Πύλης. Στα δεξιά του αρχαίου δρόμου, που ακολούθησε κατευθυνόμενος προς την αρχαία τριπλή γέφυρα της Μαυροζούμαινας (αρχαία Βαλύρα), αποκαλύφθηκε κατά τις πρόσφατες ανασκαφές της Αρχαίας Μεσσήνης συστάδα ταφικών μνημείων. Τα κτίσματα διατάσσονται το ένα δίπλα στο άλλο, και παρουσιάζουν ενδιαφέρον τόσο ως προς τα αρχαιολογικά δεδομένα όσο και ως προς την αρχιτεκτονική τους μορφή. Τα περιγραφόμενα μνημεία αριθμούνται σύμφωνα με την κάτοψη.
Το ταφικό κτίσμα 2 αποτελεί ευρυμέτωπο με διπλό θάλαμο και στοά στην πρόσοψη μαυσωλείο, πρωτοφανές για τον ελλαδικό χώρο. Μπροστά στους θαλάμους διαστ.4.70 x 5.40 μ. εκτείνεται δωρική στοά (14.50 μήκος x 3.80 μ. πλάτος) αποτελούμενη από δέκα δωρικούς κίονες. Οι δύο ισομεγέθεις θάλαμοι φέρουν εσωτερικά ανά τρεις ορθογώνιες κόγχες στο μέσον των τριών πλευρών τους, και από ένα υπερυψωμένο πόδιο (2.70 x 1.45μ.) στον άξονα. Στο πόδιο είχαν τοποθετηθεί μαρμάρινες σαρκοφάγοι, των οποίων θραύσματα αποκαλύφθηκαν κατά την ανασκαφή. Η δωρική στοά του κτίσματος εδράζεται πάνω σε υψηλό πόδιο με περισσότερους από έξι αναβαθμούς. Μέσα στη στοά αποκαλύφθηκαν τέσσερις λάκκοι με υπολείμματα καύσης νηπίων. Οι καύσεις συνοδεύονταν από ενδιαφέροντα κτερίσματα, όπως πολυάριθμα αγγεία που είχαν πυρακτωθεί, λυχνάρια με ανάγλυφες παραστάσεις, αλλά και καλά διατηρημένους απανθρακωμένους καρπούς. Η γενική εικόνα μαρτυρεί ασύνηθες ταφικό έθιμο, κατά το οποίο τελείτο καύση νεογνών και εναπόθεση των υπολειμμάτων της καύσης στη στοά, δηλαδή έξω από τους ταφικούς θαλάμους του κτίσματος. Αντίθετα, σε κόγχες των θαλάμων, μέσα σε μαρμάρινες σαρκοφάγους είχαν ενταφιαστεί μόνον ενήλικα μέλη της οικογένειας. Οι θάλαμοι του ταφικού κτίσματος 2, όπως και οι κοντινοί προς αυτό, είχαν χρησιμοποιηθεί ως χώροι ταφής και κατοικίας κατά τους Πρωτοχριστιανικούς χρόνους (5ος- 6ος αι. μ.Χ.).
Αρχιτεκτονικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα υπόλοιπα μνημεία της Αρκαδικής Πύλης. Το ταφικό μνημείο 3 είναι ναόσχημο, με είσοδο στο μέσον της νότιας πλευράς του. Αποτελείται από προστώο με πεσσοστοιχία (2.70 x 5.30μ.) και ευρύ θάλαμο. Στο μέσον των υπολοίπων πλευρών ανοίγονται τρεις ορθογώνιες κόγχες. Από το κτίσμα προέρχονται θραύσματα μαρμάρινων σαρκοφάγων νεοαττικών εργαστηρίων (2ος-3ος αι. μ.Χ.) με ενδιαφέρουσες ανάγλυφες παραστάσεις μάχης.
Μεταξύ ΝΑ Πύργου της Αρκαδικής Πύλης και ταφικού κτίσματος 3 ήλθαν στο φως δύο ισομεγέθη κλιμακωτά βάθρα επιτύμβιων μνημείων (4) οικοδομημένα εξ ολοκλήρου από αρχιτεκτονικά μέλη(ημικίονες, τρίγλυφα, μετόπες) προγενεστέρων ταφικών μνημείων. Δυτικά του ταφικού μνημείου 2 αποκαλύφθηκε συγκρότημα ταφικών περιβόλων με κιβωτιόσχημους και κεραμοσκεπείς τάφους των Αυτοκρατορικών και Πρωτοβυζαντινών χρόνων (2ος-6ος αι. μ.Χ.).
Ένα ακόμη ταφικό κτίσμα (5) αποκαλύφθηκε σε επαφή με το νότιο πύργο της Αρκαδικής Πύλης, δίπλα στην εξωτερική είσοδό της. Η σωζόμενη θεμελίωση και το ψηφιδωτό δάπεδο, που έχει καλυφθεί για λόγους προστασίας, ανήκουν σε ταφικό θάλαμο των Ρωμαϊκών χρόνων. Στην ανατολική κόγχη του θαλάμου βρίσκεται στερεωμένη λίθινη σαρκοφάγος, η οποία έφερε ανάγλυφη διακόσμηση.
Σύμφωνα με τις επιτύμβιες επιγραφές, που ήλθαν στο φως, τα ταφικά μνημεία της Αρκαδικής Πύλης χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 2ου, 3ου και 4ου αι. μ.Χ. για τον ενταφιασμό των μελών επιφανών οικογενειών της πόλης.
Ρωμαϊκή έπαυλις των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων.
Ρωμαϊκή Έπαυλης
Κατοικία αξιωματούχου της Ρωμαϊκής Μεσσήνης (1ος – 4ος αι. μ.Χ.) χτισμένη πάνω στα ερείπια ελληνιστικών οίκων του 3ου – 1ου αι. π.Χ.
Καλύπτει την έκταση μιας ολόκληρης νησίδας του Ιπποδάμειου πολεοδομικού συστήματος.
Τη Ρωμαϊκή Έπαυλης την αποτελούν τα παρακάτω:
Προθάλαμος με ψηφιδωτό
Αίθουσα ακροάσεων με μαρμαροθετήματα
Κόγχες με μαρμάρινα αγάλματα (Άρτεμις, Ερμής, Ρωμαίος Αυτοκράτορας)
Atrium – Impluvium
Χώροι διαμονής
Αποθήκες
Ανδρώνας
Είσοδος
Στάδιο και Γυμνάσιο
Ένα μικρό διώροφο μουσείο στις δυτικές παρυφές του χωριού Mαυρομάτι, σε οικόπεδο που δώρησε στην Aρχαιολογική Eταιρεία ο ομογενής Δ. Λατζούνης, στεγάζει τα ευρήματα. Στον όροφο περιλαμβάνει τρεις αίθουσες έκθεσης και εξώστη, ενώ στο ισόγειο βρίσκονται οι αποθηκευτικοί χώροι. Aρχιτεκτονικά μέλη και ενεπίγραφα βάθρα έχουν εκτεθεί στο αίθριο του μουσείου και στα υπόστεγα.
Πηγή/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου