O Ναός της (Αθηνάς) Αφαίας βρίσκεται στην Αίγινα, στο ιερό αφιερωμένο στην ομώνυμη θεότητα. Βρίσκεται σε ύψος 160 μέτρων στην ανατολική πλευρά του νησιού. Το ιερό επίσης βρίσκεται 29 περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Ακρόπολης των Αθηνών.
Ο Μύθος της Αφαίας
Στα τέλη της περιόδου αυτής, περί το 500 π.Χ. και λίγο μετά, ο χώρος αποκτά τη μνημειώδη αρχιτεκτονική μορφή που είναι και σήμερα ορατή. Ισοπεδώνεται με την κατασκευή ισοδομικών αναλημμάτων, για τη στήριξη των χωμάτων, και κατασκευάζεται ο ναός, ο βωμός, το πρόπυλο και κάποιας δευτερεύουσας σημασίας οικοδομήματα. Μία μικρότερη περίοδος ακμής, που σημειώνεται κατά τα μέσα του 4ου αιώνα, άφησε τα ίχνη της στη νέα διαμόρφωση του βωμού και την κατασκευή νέων κτιρίων στα ΝΑ του τεμένους. Η κεραμεική των μεταγενέστερων χρόνων δηλώνει μικρή μόνο δραστηριότητα μέχρι τις αρχές του 1ου π.Χ. αιώνα, οπότε το ιερό παρακμάζει οριστικά.
Το 1811 ο Άγγλος Cockerell και ο Γερμανός von Hallerstein λεηλάτησαν τα γλυπτά των αετωμάτων στο εξωτερικό, όπου και πουλήθηκαν στο Λουδοβίκο Α΄της Βαυαρίας. Σήμερα βρίσκονται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου.
Ντοκιμαντέρ: Ελληνικοί Θησαυροί - Το Ιερό Της Αφαίας ΑθηνάςΕντούτοις, αναφέρεται ακόμη από τον περιηγητή Παυσανία το 2ο μ.Χ. αιώνα. Αργότερα -ίσως τον 3ο μ.Χ αιώνα- αφαιρέθηκαν οι μεταλλικοί σύνδεσμοι, που συγκρατούσαν τα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού, και τμήματά του κατέρρευσαν. Η θέση του, όμως, παρέμεινε γνωστή.
Το 1811 ο Άγγλος Cockerell και ο Γερμανός von Hallerstein λεηλάτησαν τα γλυπτά των αετωμάτων στο εξωτερικό, όπου και πουλήθηκαν στο Λουδοβίκο Α΄της Βαυαρίας. Σήμερα βρίσκονται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου.
Ο ναός της Αφαίας δεσπόζει στην κορυφή πευκόφυτου λόφου στο βορειοανατολικό μέρος της Αίγινας. Είναι το σπουδαιότερο μνημείο που σώζεται από το ιερό, το οποίο ήταν αφιερωμένο στη θεότητα Αφαία και φαίνεται ότι είχε ιδρυθεί σε χώρο όπου υπήρχε λατρευτική δραστηριότητα ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή. Ο Παυσανίας (2.30.3-5) αναφέρει το μύθο για την Αφαία και την ταυτίζει με την κρητική θεά Βριτόμαρτι-Δίκτυννα, άποψη που είναι σήμερα αποδεκτή από τους ερευνητές.
Ο ναός κτίσθηκε γύρω στο 500-490 π.Χ. και είναι ο δεύτερος πώρινος, που οικοδομήθηκε στην ίδια περίπου θέση και με τον ίδιο προσανατολισμό. Ο πρωιμότερος δωρικός ναός χρονολογείται περίπου στο 570-560 π.Χ. και καταστράφηκε από πυρκαγιά γύρω στο 510 π.Χ. Την εποχή της ανοικοδόμησης του νέου ναού το ιερό πήρε την οριστική του μνημειακή διαμόρφωση. Μεγαλύτερος χώρος ισοπεδώθηκε, νέα αναλήμματα διαμορφώθηκαν, το τέμενος τειχίσθηκε με λίθινο τοίχο και η είσοδος γινόταν από επιβλητικό πρόπυλο στη νότια πλευρά του περιβόλου, ενώ έξω από το πρόπυλο υπήρχε συγκρότημα οικοδομημάτων για τις ανάγκες του ιερού. Το ιερό της Αφαίας δεν διατηρήθηκε για μεγάλο διάστημα. Η αθηναϊκή επιβολή στην Αίγινα από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. είχε και εδώ τον αντίκτυπό της. Βαθμιαία το ιερό παρήκμασε και μόνο λίγες εργασίες επισκευών σημειώθηκαν τον 4ο αι. π.Χ. Ο 3ος αιώνας π.Χ. ήταν περίοδος μεγάλης παρακμής και προς το τέλος του 2ου αι. π.Χ. ο χώρος είχε πια εγκαταλειφθεί.
Ο ναός είναι δωρικός περίπτερος, με κιονοστοιχία 12 κιόνων στις μακρές και 6 στις στενές πλευρές. Οι κίονες είναι μονολιθικοί με 20 ραβδώσεις, εκτός από τρεις της βόρειας πλευράς, που αποτελούνται από σπονδύλους. Στηρίζεται σε κρηπίδα τριών βαθμίδων, έχει πρόδομο και οποσθόδομο με δύο κίονες εν παραστάσι και σηκό με δίτονη εσωτερική κιονοστοιχία πέντε κιόνων.
Η είσοδος γινόταν από την ανατολική πλευρά, όπου είχε κατασκευασθεί επικλινές επίπεδο από καλά πελεκημένους λίθους. Οι κίονες, οι τοίχοι του σηκού και ο θριγκός είναι από ντόπιο πωρώδη ασβεστόλιθο και καλύπτονται με επίχρισμα, ενώ σε μερικά μέρη του θριγκού σώζεται και διακόσμηση με χρώμα.
Τη δίρριχτη στέγη του ναού κάλυπτε πήλινη κεράμωση κορινθιακού τύπου και μόνο η πρώτη στρώση κεράμων με τις ανθεμωτές ακροκεράμους ήταν μαρμάρινη. Το κορυφαίο ανθεμωτό ακρωτήριο, που πλαισιωνόταν από δύο κόρες, ήταν επίσης μαρμάρινο, καθώς και οι τέσσερις σφίγγες στις γωνίες της στέγης. Τα γλυπτά των αετωμάτων και τα ακρωτήρια της στέγης ήταν από παριανό μάρμαρο και έφεραν χρώματα. Το θέμα και των δύο αετωμάτων είναι οι μυθικές εκστρατείες στην Τροία, στις οποίες διακρίθηκαν Αιγηνίτες ήρωες. Στο ανατολικό αέτωμα απεικονίζεται η παλαιότερη εκστρατεία, με τον Ηρακλή κατά του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα, στην οποία έλαβε μέρος ο Τελαμών, γιός του Αιακού.
Στο δυτικό αέτωμα απεικονίζεται η νεότερη εκστρατεία με τον Αγαμέμνονα κατά του Πριάμου, στην οποία διακρίθηκαν τρεις απόγονοι του Αιακού, ο Αίας, ο Τεύκρος και ο Αχιλλέας. Παρούσα και στις δύο εκστρατείες είναι η Αθηνά, ως η κεντρική μορφή κάθε αετώματος. Το δυτικό αέτωμα απηχεί την αισθητική του 6ου αι. π.Χ., ενώ το ανατολικό με τη μεγαλύτερη κινητικότητα των μορφών και την απουσία σχηματοποίησης παραπέμπει στις αρχές του 5ου αι. π.Χ.
Μετά την εγκατάλειψή του το μνημείο παρέμεινε ορατό και εντυπωσιακό στο λόφο. Η πρώτη έρευνά του έγινε το 1811 από τον αρχιτέκτονα Ch. R. Cockerell και το φίλο του βαρώνο von Hallerstein, που επισκέφθηκαν το χώρο και ανέσκαψαν τα γλυπτά των αετωμάτων, τα οποία μετέφεραν στην Ιταλία. Από εκεί το 1828 κατέληξαν στο Μόναχο, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα και εκτίθενται στη Γλυπτοθήκη. Συστηματική ανασκαφή του μνημείου πραγματοποιήθηκε από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο το 1901, υπό την εποπτεία των Ad. Furtwangler και H. Thiersch και αργότερα, το 1964-1981, του D. Ohly. Τα έτη 1956-1957 έγιναν αναστηλωτικές εργασίες από τον Α. Ορλάνδο και τον Ε. Στίκα.
Αρχιτεκτονική
Ο ναός είναι δωρικός περίπτερος, με 12 μονολιθικούς κίονες (εκτός από τρεις που έχουν σπόνδυλους) στις μακρές και 6 στις στενές πλευρές. Στηρίζεται σε κρηπίδα τριών βαθμίδων, έχει πρόδομο και οπισθόδομο με δύο κίονες εν παραστάσι και σηκό που χωρίζεται σε τρία κλίτη που σχηματίζονται με δύο δίτονες κιονοστοιχίες. Η είσοδος βρισκόταν στην ανατολική πλευρά. Η στέγη του ναού είχε κάλυψη από πήλινη κεράμωση κορινθιακού τύπου. Οι διαστάσεις του ναού στο στυλοβάτη είναι 13,77 επί 28,81 μ. και είναι κατασκευασμένος από τοπικό πωρόλιθο.
Ο ναός είναι δωρικός περίπτερος, με 12 μονολιθικούς κίονες (εκτός από τρεις που έχουν σπόνδυλους) στις μακρές και 6 στις στενές πλευρές. Στηρίζεται σε κρηπίδα τριών βαθμίδων, έχει πρόδομο και οπισθόδομο με δύο κίονες εν παραστάσι και σηκό που χωρίζεται σε τρία κλίτη που σχηματίζονται με δύο δίτονες κιονοστοιχίες. Η είσοδος βρισκόταν στην ανατολική πλευρά. Η στέγη του ναού είχε κάλυψη από πήλινη κεράμωση κορινθιακού τύπου. Οι διαστάσεις του ναού στο στυλοβάτη είναι 13,77 επί 28,81 μ. και είναι κατασκευασμένος από τοπικό πωρόλιθο.
Ο ναός της Αφαίας ήταν ιδιαίτερα γνωστός από την αρχαιότητα για τα αετώματα, τα οποία κοσμούσαν και τις δύο στενές πλευρές του ναού. Τα γλυπτά των αετωμάτων ήταν πολύχρωμα και ήταν φτιαγμένα από παριανό μάρμαρο, με θεματολογία παρμένη από τον Τρωικό Πόλεμο, στον οποίο συμμετείχαν ντόπιοι πολεμιστές και απόγονοι του βασιλιά του νησιού Αιακού (Αίας ο Τελαμώνιος, Τεύκρος, Αχιλλέας), αλλά και από την πρώτη εκστρατεία εναντίον του Λαομέδοντα της Τροίας με αρχηγό τον Ηρακλή, όπου συμμετείχε ο γιος του Αιακού, Τελαμών. Κεντρική φιγούρα είναι η θεά Αθηνά: στο εσωτερικό του ναού, στο σηκό, φυλασσόταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς, για την προστασία του οποίου προστέθηκαν κιγκλιδώματα τόσο στον πρόναο όσο και στον οπισθόδομο.
Παλαιότερα είχε σχεδιαστεί και κατασκευαστεί άλλο αέτωμα για την ανατολική πλευρά, το οποίο αργότερα αντικαταστάθηκε. Προκύπτει πως παρίστανε ένα μύθο σχετικά με την αρπαγή της Αφαίας από το Δία. Παρομοίως είχε ξεκινήσει και η κατασκευή του αετώματος για τη δυτική πλευρά με θέμα την Αμαζονομαχία. Πριν όμως ολοκληρωθεί η κατασκευή του πάρθηκε απόφαση για το σχεδιασμό και την κατασκευή άλλων αετωμάτων με διαφορετικό θέμα. Ο λόγος θεωρείται κυρίως πολιτικός. Οι Αιγινήτες πρόβαλαν το νησί τους ως πατρίδα του γένους του Αιακού. Κατά τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., όταν η Αίγινα απειλούνταν από τους Αθηναίους, οι Αιγινήτες αποφάσισαν την αλλαγή των αετωμάτων για να τονίσουν την καταγωγή τους από τον Αιακό και τα κατορθώματά τους.
Πηγή/Φωτογραφία/Βιβλιογραπηυ]]]]]]]]]]]]]]]]]iography
Bankel, Hansgeorg. 1993. Der spätarchaische Tempel der Aphaia auf Aegina. Denkmäler antiker Architektur 19. Berlin; New York: W. de Gruyter. ISBN 9783110128086.
Cartledge, Paul, Ed., 2002. The Cambridge Illustrated History of Ancient Greece, Cambridge University Press, p. 273.
Cook, R. M. 1974. The Dating of the Aegina Pediments. Journal of Hellenic Studies, 94 pp. 171. doi:10.2307/630432
Diebold, William J. 1995. "The Politics of Derestoration: The Aegina Pediments and the German Confrontation with the Past." Art Journal, 54, no2 pp. 60–66.
Furtwängler, Adolf, Ernst R. Fiechter and Hermann Thiersch. 1906. Aegina, das Heiligthum der Aphaia. München: Verlag der K. B. Akademie der wissenschaften in Kommission des G. Franz’schen Verlags (J. Roth).
Furtwängler, Adolf. 1906. Die Aegineten der Glyptothek König Ludwigs I, nach den Resultaten der neuen Bayerischen Ausgrabung. München: Glyptothek: in Kommission bei A. Buchholz.
Glancey, Jonathan, Architecture, Doring Kindersley, Ltd.:2006, p. 96.
Invernizzi, Antonio. 1965. I frontoni del Tempio di Aphaia ad Egina. Torino: Giappichelli.
Ohly, Dieter. 1977. Tempel und Heiligtum der Aphaia auf Ägina. München: Beck.
Pilafidis-Williams, Korinna. 1987. The Sanctuary of Aphaia on Aigina in the Bronze Age. Munich: Hirmer Verlag. ISBN 9783777480107
Schildt, Arthur. Die Giebelgruppen von Aegina. Leipzig : [H. Meyer], 1895.
Schwandner, Ernst-Ludwig. 1985. Der ältere Porostempel der Aphaia auf Aegina. Berlin: W. de Gruyter. ISBN 9783110102796.
Webster, T. B. L. 1931. "The Temple of Aphaia at Aegina," Journal of Hellenic Studies, 51: 2, pp. 179–183.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου