The history of the statue begins before Michelangelo's work on it from 1501 to 1504. Prior to Michelangelo's involvement, the Overseers of the Office of Works of Florence Cathedral, consisting mostly of members of the influential woolen cloth guild, the Arte della Lana, had plans to commission a series of twelve large Old Testament sculptures for the buttresses of the cathedral.[4] In 1410 Donatello made the first of the statues, a figure of Joshua in terracotta. A figure of Hercules, also in terracotta, was commissioned from the Florentine sculptor Agostino di Duccio in 1463 and was made perhaps under Donatello's direction. Eager to continue their project, in 1464, the Operai contracted Agostino to create a sculpture of David. A block of marble was provided from a quarry in Carrara, a town in the Apuan Alps in northern Tuscany. Agostino only got as far as beginning to shape the legs, feet and the torso, roughing out some drapery and probably gouging a hole between the legs. His association with the project ceased, for reasons unknown, with the death of Donatello in 1466, and ten years later Antonio Rossellino was commissioned to take up where Agostino had left off.
Rossellino's contract was terminated soon thereafter, and the block of marble remained neglected for 25 years, all the while exposed to the elements in the yard of the cathedral workshop. This was of great concern to the Opera authorities, as such a large piece of marble not only was costly but represented a large amount of labour and difficulty in its transportation to Florence. In 1500, an inventory of the cathedral workshops described the piece as "a certain figure of marble called David, badly blocked out and supine." A year later, documents showed that the Operai were determined to find an artist who could take this large piece of marble and turn it into a finished work of art. They ordered the block of stone, which they called The Giant, "raised on its feet" so that a master experienced in this kind of work might examine it and express an opinion. Though Leonardo da Vinci and others were consulted, it was Michelangelo, only 26 years old, who convinced the Operai that he deserved the commission. On 16 August 1501, Michelangelo was given the official contract to undertake this challenging new task. He began carving the statue early in the morning on 13 September, a month after he was awarded the contract. He would work on the massive statue for more than two years.
Ο Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου, που φιλοτεχνήθηκε από το 1501 ως το 1504, είναι ένα αριστούργημα της Αναγεννησιακής γλυπτικής και, μαζί με την Πιετά, ένα από τα δυο σημαντικότερα γλυπτά του Μιχαήλ Άγγελου. Είναι ένα από τα πιο γνωστά αγάλματα στην ιστορία της γλυπτικής, και έχει γίνει σύμβολο δύναμης και νεανικής ομορφιάς. Παριστάνει τον Βιβλικό βασιλιά Δαβίδ, τη στιγμή που αποφασίζει να αναμετρηθεί με τον Γολιάθ. Στην εποχή του θεωρήθηκε σύμβολο της δημοκρατίας της Φλωρεντίας, μιας ανεξάρτητης πόλης-κράτους που απειλούνταν από πιο ισχυρά αντίπαλα κράτη. Αυτή η ερμηνεία τονίστηκε και με την τοποθέτηση του ύψους 5,17 μέτρων αγάλματος έξω από το Παλάτσο Βέκιο, την έδρα της τοπικής κυβέρνησης της Φλωρεντίας. Τα αποκαλυπτήριά του έγιναν στις 8 Σεπτεμβρίου του 1504.
Η ιστορία του Δαβίδ είναι αρκετά παλιότερη από το 1501, τη χρονιά που ο Μιχαήλ Άγγελος άρχισε να δουλεύει πάνω στο έργο, και ξεκινά γύρω στο 1460. Εκείνη την εποχή οι εποπτεύοντες τα έργα στον Καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας (οι Operai), που στην πλειοψηφία τους ανήκαν στην σημαντική κάστα των εμπόρων μαλλιού της πόλης, σχεδίαζαν να αναθέσουν την κατασκευή δώδεκα μεγάλων αγαλμάτων μορφών της Παλαιάς Διαθήκης που θα τοποθετούνταν στα αντερείσματα του καθεδρικού της Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε. Μέχρι τότε μόνο δυο είχαν κατασκευαστεί, ανεξάρτητα, από τον Ντονατέλλο και το βοηθό του Αγκοστίνο ντι Ντούτσιο. Θέλοντας να προχωρήσει η ιδέα, το 1464 ζήτησαν ξανά από τον Ντι Ντούτσιο να δημιουργήσει ένα άγαλμα του Δαβίδ. Αυτός ξεκίνησε το γλυπτό, σταμάτησε όμως τη δουλειά για άγνωστους λόγους όταν πέθανε ο Ντονατέλλο το 1466. Προχώρησε μόνο μέχρι το σχηματισμό των ποδιών και του στήθους της μορφής, κάποιων λεπτομερειών του ενδύματος που θα έφερε και πιθανώς και του κενού ανάμεσα στα πόδια.
Ο Αντόνιο Ροσσελίνο ανέλαβε να συνεχίσει από εκεί που είχε σταματήσει ο Ντι Ντούτσιο. Το συμβόλαιό του όμως ακυρώθηκε λίγο καιρό αργότερα και το μάρμαρο, που προερχόταν από ένα λατομείο της Καρράρα της βόρειας Ιταλίας, έμεινε παρατημένο για εικοσιπέντε χρόνια, εκτεθειμένο στα στοιχεία της φύσης στην αυλή του εργαστηρίου του καθεδρικού. Η βροχή και ο αέρας το έφθειραν με τρόπο ώστε τελικά θα αξιοποιούνταν μικρότερο μέρος του απ' ό,τι αρχικά σχεδιαζόταν. Το όλο ζήτημα κατέληξε να προβληματίζει σοβαρά τους διευθυντές των έργων, καθώς ένα τόσο μεγάλο κομμάτι μάρμαρο αφενός ήταν πολύ ακριβό, αφετέρου θα ήταν πολύ δύσκολη και επίπονη η μεταφορά του στη Φλωρεντία. Το 1500, ένας κατάλογος αντικειμένων του εργαστηρίου το περιέγραφε ως "κάποια μαρμάρινη μορφή ονόματι Δαβίδ, κακοσμιλεμένη και ξαπλωμένη ανάσκελα". Ένα χρόνο αργότερα, έγγραφα δείχνουν ότι οι Operai ήταν αποφασισμένοι να βρουν κάποιον καλλιτέχνη που θα μπορούσε να τελειώσει το έργο. Διέταξαν να "στηθεί στα πόδια του" το μάρμαρο, που αποκαλούσαν Ο Γίγαντας, έτσι ώστε κάποιος ειδικός καλλιτέχνης να μπορέσει να το εξετάσει και να εκφέρει γνώμη. Παρόλο που απευθύνθηκαν στον Λεονάρντο ντα Βίντσι και σε άλλους, ήταν ο νεαρός Μιχαήλ Άγγελος, τότε μόλις εικοσιέξι ετών, που τους έπεισε ότι άξιζε την ανάθεση του έργου. Στις 16 Αυγούστου 1501, του ανατέθηκε και επίσημα το απαιτητικό καθήκον. Άρχισε τη δουλειά νωρίς το πρωί της 13ης Σεπτεμβρίου, και θα συνέχιζε για περίπου τρία χρόνια.
Αντίγραφο στη θέση που κάποτε βρισκόταν το πρωτότυπο, μπροστά στο Παλάτσο Βέκιο της Φλωρεντίας
Στις 25 Ιανουαρίου 1504, καθώς το άγαλμα πλησίαζε πλέον στην ολοκλήρωσή του, μια επιτροπή Φλωρεντίνων καλλιτεχνών, ανάμεσα στους οποίους ήταν οι Λεονάρντο ντα Βίντσι και Σάντρο Μποτιτσέλι, συνεδρίασε για να αποφασίσει πού θα ήταν καλύτερο να τοποθετηθεί ο Δαβίδ. Η πλειοψηφία, την οποία υποστήριζε κι ο Λεονάρντο, πίστευε ότι λόγω των ατελειών του μαρμάρου το άγαλμα θα έπρεπε να τοποθετηθεί κάτω από τη στέγη της Λότζια ντέι Λάντζι στην Πιάτσα ντέλλα Σινιορία. Μόνο λίγοι, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Μποτιτσέλι, πίστευαν ότι η θέση του ήταν στον καθεδρικό ή κοντά σε αυτόν. Τελικά ο Δαβίδ τοποθετήθηκε μπροστά στην είσοδο του Παλάτσο Βέκιο, στην Πιάτσα ντέλλα Σινιορία, αντικαθιστώντας την Ιουδήθ και τον Ολοφέρνη του Ντονατέλλο. Χρειάστηκαν τέσσερις μέρες για να μετακινηθεί το άγαλμα από το εργαστήρι του Μικελάντζελο στην τελική του θέση. Οι Φλωρεντίνοι πρόσθεσαν ένα επίχρυσο στεφάνι στο κεφάλι του και μια χάλκινη ζώνη για να κρύψουν τη γύμνια του. Εκείνη την εποχή επιχρυσωμένος ήταν και ο κορμός που στηρίζει τη μορφή.
Για να προστατευθεί από τυχόν ζημιές, το άγαλμα μετακινήθηκε το 1873 στην Galleria dell'Accademia της Φλωρεντίας, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα προσελκύοντας πλήθος επισκεπτών. Στην Πιάτσα Σινιορία τοποθετήθηκε το 1910 ένα αντίγραφο.
Το 1991 ένας βάνδαλος επιτέθηκε στο άγαλμα με ένα σφυρί, καταστρέφοντας τα δάχτυλα του αριστερού ποδιού πριν συλληφθεί. Τα δείγματα μαρμάρου που πήραν επιστήμονες με αφορμή το περιστατικό έδειξαν ότι το μάρμαρο προερχόταν από τα λατομεία Φαντισκρίττι της Μιζέλια, της κεντρικής από τις τρεις μικρές κοιλάδες της Καρράρα. Το συγκεκριμένο μάρμαρο φέρει μικροσκοπικές τρύπες, που προκαλούν την αποσύνθεσή του γρηγορότερα από άλλα είδη μαρμάρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου