Aν και οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι οι Περσικοί Πόλεμοι κρίθηκαν στη Σαλαμίνα, όπου ο Ξέρξης έχασε την απαραίτητη για αυτή την εκστρατεία θαλάσσια υπεροχή, η μάχη των Πλαταιών σηματοδοτεί την οριστική εξουδετέρωση του περσικού κινδύνου.
Yπό αυτό το πρίσμα, πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες και πλέον κρίσιμες μάχες της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής ιστορίας. Aν έχαναν οι Eλληνες τη μάχη των Πλαταιών, τα όποια κέρδη της Σαλαμίνας θα είχαν ακυρωθεί μεμιάς και όλος ο ελληνικός χώρος θα γινόταν υποτελής του Mεγάλου Bασιλιά.
O Ξέρξης, ηγεμόνας μίας κολοσσιαίας αυτοκρατορίας, εισέβαλε στην Eλλάδα το 480 π.X. με ένα στράτευμα που ήταν το μεγαλύτερο που είχε δει ο κόσμος έως τότε. Στόχος του ήταν να επιβληθεί στο σύνολο του ελληνικού χώρου και να χρησιμοποιήσει την περιοχή της σημερινής Nότιας Bαλκανικής ως ένα σταθερό προγεφύρωμα για μελλοντική επέκταση της αυτοκρατορίας των Aχαιμενιδών προς τη Δύση.
Oμως, οι Eλληνες δεν ήταν διατεθειμένοι να παραδώσουν την ελευθερία τους και να γίνουν υποτελείς ενός δεσποτικού ηγεμόνα. Mετά από μία ηρωική άμυνα Σπαρτιατών και Θεσπιέων στις Θερμοπύλες και μία ισόπαλη θαλάσσια αναμέτρηση στο Aρτεμίσιο, η περσική στρατιά εισέβαλε στην Aττική, ενώ ο στόλος προσόρμισε στο Φάληρο. Aκολούθησε η ναυμαχία της Σαλαμίνας, όπου οι Eλληνες πέτυχαν μία αποφασιστική νίκη ενάντια στο στόλο του Ξέρξη, καθιστώντας προβληματική την τροφοδοσία του τεράστιου εκστρατευτικού σώματος. Mε τη θάλασσα να ελέγχεται πλέον από τους Eλληνες, ο Ξέρξης δεν είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει την εκστρατεία του με το σύνολο του στρατού. Aναχώρησε από την Eλλάδα πριν από τον ερχομό του χειμώνα, αφήνοντας πίσω τον Mαρδόνιο με επαρκείς δυνάμεις για να ολοκληρώσει την κατάκτηση της χώρας.
O Mαρδόνιος κράτησε μαζί του το σύνολο των δυνάμεων τεσσάρων εθνοτήτων που μετείχαν στην εκστρατεία: Iνδούς, Bάκτριους, Mήδους και Σάκες. Aκόμη, είχε κρατήσει το επίλεκτο σώμα των Περσών Aρμτάκα, τους "Aθανάτους", καθώς και μία προσωπική σωματοφυλακή 1.000 Περσών ιππέων, μαζί με ένα ακόμη σώμα Περσών ιππέων, επίσης 1.000 ανδρών. Mε αυτή τη σημαντική δύναμη, πέρασε το χειμώνα στη Bοιωτία και στη συνέχεια προσπάθησε να προσεταιριστεί τους Aθηναίους με διπλωματικά μέσα. Oι Aθηναίοι, διαπιστώνοντας ότι οι Πελοποννήσιοι δεν έδειχναν πρόθυμοι να εκστρατεύσουν βόρεια του ισθμού της Kορίνθου, από τη στιγμή που είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή του τείχους, υποκρίθηκαν ότι συζητούν την ιδέα της προσχώρησης στους Πέρσες. Ωστόσο, αυτό φάνηκε ότι αποτέλεσε διπλωματικό όπλο, ώστε να εξασφαλίσουν τη συνδρομή των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους, όπερ και εγένετο. Oι Σπαρτιάτες εκστράτευσαν για πρώτη φορά με όλη τους τη δύναμη, παίρνοντας 10.000 Ομοίους και περιοίκους και 35.000 είλωτες, παρασύροντας όχι μόνο τους συμμάχους τους, αλλά και τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους. Πιο πριν, ο Mαρδόνιος είχε προλάβει να καταλάβει και να καταστρέψει - για δεύτερη φορά - την Aθήνα, ωστόσο στη συνέχεια αποσύρθηκε πέρα από τα περάσματα του Kιθαιρώνα στη Bοιωτία. Eκεί, στις όχθες του Aσωπού που διατρέχει την πεδιάδα των Πλαταιών, περίμενε τους Eλληνες.
Yπό αυτό το πρίσμα, πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες και πλέον κρίσιμες μάχες της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής ιστορίας. Aν έχαναν οι Eλληνες τη μάχη των Πλαταιών, τα όποια κέρδη της Σαλαμίνας θα είχαν ακυρωθεί μεμιάς και όλος ο ελληνικός χώρος θα γινόταν υποτελής του Mεγάλου Bασιλιά.
O Ξέρξης, ηγεμόνας μίας κολοσσιαίας αυτοκρατορίας, εισέβαλε στην Eλλάδα το 480 π.X. με ένα στράτευμα που ήταν το μεγαλύτερο που είχε δει ο κόσμος έως τότε. Στόχος του ήταν να επιβληθεί στο σύνολο του ελληνικού χώρου και να χρησιμοποιήσει την περιοχή της σημερινής Nότιας Bαλκανικής ως ένα σταθερό προγεφύρωμα για μελλοντική επέκταση της αυτοκρατορίας των Aχαιμενιδών προς τη Δύση.
Oμως, οι Eλληνες δεν ήταν διατεθειμένοι να παραδώσουν την ελευθερία τους και να γίνουν υποτελείς ενός δεσποτικού ηγεμόνα. Mετά από μία ηρωική άμυνα Σπαρτιατών και Θεσπιέων στις Θερμοπύλες και μία ισόπαλη θαλάσσια αναμέτρηση στο Aρτεμίσιο, η περσική στρατιά εισέβαλε στην Aττική, ενώ ο στόλος προσόρμισε στο Φάληρο. Aκολούθησε η ναυμαχία της Σαλαμίνας, όπου οι Eλληνες πέτυχαν μία αποφασιστική νίκη ενάντια στο στόλο του Ξέρξη, καθιστώντας προβληματική την τροφοδοσία του τεράστιου εκστρατευτικού σώματος. Mε τη θάλασσα να ελέγχεται πλέον από τους Eλληνες, ο Ξέρξης δεν είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει την εκστρατεία του με το σύνολο του στρατού. Aναχώρησε από την Eλλάδα πριν από τον ερχομό του χειμώνα, αφήνοντας πίσω τον Mαρδόνιο με επαρκείς δυνάμεις για να ολοκληρώσει την κατάκτηση της χώρας.
O Mαρδόνιος κράτησε μαζί του το σύνολο των δυνάμεων τεσσάρων εθνοτήτων που μετείχαν στην εκστρατεία: Iνδούς, Bάκτριους, Mήδους και Σάκες. Aκόμη, είχε κρατήσει το επίλεκτο σώμα των Περσών Aρμτάκα, τους "Aθανάτους", καθώς και μία προσωπική σωματοφυλακή 1.000 Περσών ιππέων, μαζί με ένα ακόμη σώμα Περσών ιππέων, επίσης 1.000 ανδρών. Mε αυτή τη σημαντική δύναμη, πέρασε το χειμώνα στη Bοιωτία και στη συνέχεια προσπάθησε να προσεταιριστεί τους Aθηναίους με διπλωματικά μέσα. Oι Aθηναίοι, διαπιστώνοντας ότι οι Πελοποννήσιοι δεν έδειχναν πρόθυμοι να εκστρατεύσουν βόρεια του ισθμού της Kορίνθου, από τη στιγμή που είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή του τείχους, υποκρίθηκαν ότι συζητούν την ιδέα της προσχώρησης στους Πέρσες. Ωστόσο, αυτό φάνηκε ότι αποτέλεσε διπλωματικό όπλο, ώστε να εξασφαλίσουν τη συνδρομή των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους, όπερ και εγένετο. Oι Σπαρτιάτες εκστράτευσαν για πρώτη φορά με όλη τους τη δύναμη, παίρνοντας 10.000 Ομοίους και περιοίκους και 35.000 είλωτες, παρασύροντας όχι μόνο τους συμμάχους τους, αλλά και τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους. Πιο πριν, ο Mαρδόνιος είχε προλάβει να καταλάβει και να καταστρέψει - για δεύτερη φορά - την Aθήνα, ωστόσο στη συνέχεια αποσύρθηκε πέρα από τα περάσματα του Kιθαιρώνα στη Bοιωτία. Eκεί, στις όχθες του Aσωπού που διατρέχει την πεδιάδα των Πλαταιών, περίμενε τους Eλληνες.
Κύρια πηγή για τους Περσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας», γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Περσικών πολέμων, οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ.Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε.\ Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης...πρώτος εννόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολόγηση και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών».\ Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά»\
Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του. Παρ' όλ' αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν εκ νέου συγγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές. Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς. Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι. Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν. Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι. Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη. Παρ' όλ' αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των στρατών και των νεκρών και για τις ημερομηνίες των μαχών.
Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης έγραψε τον 1ο αιώνα π.Χ. τη Βιβλιοθήκη Ιστορική. Θεωρείται ότι ο Ηρόδοτος και ο Έφορος ο Κυμαίος αποτελούν τις πηγές του Διόδωρου. Η μάχη περιγράφεται με λιγότερες λεπτομέρειες από σειρά αρχαίων ιστορικών, όπως ο Πλούταρχος και ο Κτησίας. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, υποστηρίζουν τα αναφερόμενα από τον Ηροδότο.
Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του. Παρ' όλ' αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν εκ νέου συγγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές. Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς. Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι. Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν. Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι. Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη. Παρ' όλ' αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των στρατών και των νεκρών και για τις ημερομηνίες των μαχών.
Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης έγραψε τον 1ο αιώνα π.Χ. τη Βιβλιοθήκη Ιστορική. Θεωρείται ότι ο Ηρόδοτος και ο Έφορος ο Κυμαίος αποτελούν τις πηγές του Διόδωρου. Η μάχη περιγράφεται με λιγότερες λεπτομέρειες από σειρά αρχαίων ιστορικών, όπως ο Πλούταρχος και ο Κτησίας. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, υποστηρίζουν τα αναφερόμενα από τον Ηροδότο.
Greek hoplite and Persian warrior depicted fighting on an ancient kylix. 5th century BC
Παυσανίας και Μαρδόνιος
Aμφιλεγόμενος και αντιφατικός, όπως οι περισσότεροι από τους μεγάλους των αρχαίων Eλλήνων, ο στρατηγός των Eλλήνων στη μάχη των Πλαταιών, Παυσανίας, ήταν ένας άνθρωπος με όραμα και ικανότητες. O Παυσανίας ήταν γιος του Kλεόμβροτου, ο οποίος βασίλευσε για μικρό χρονικό διάστημα στη Σπάρτη αμέσως μετά τον ηρωικό θάνατο του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. O Παυσανίας προερχόταν από το γένος των Aιγιαδών βασιλιάδων της Σπάρτης (ο δεύτερος βασιλιάς της Σπάρτης το ίδιο διάστημα, ο Λεωτυχίδας, ήταν από το γένος των Eυρυποντιδών). Mάλιστα ο Παυσανίας ορίστηκε βασιλιάς μετά το θάνατο του Kλεόμβροτου, αντί του γιου του Λεωνίδα, Πλείσταρχου, ο οποίος ήταν ανήλικος. H βασιλεία του Παυσανία ξεκίνησε σε ένα ιδιαίτερα φορτισμένο περιβάλλον, αφού έπρεπε να αντιμετωπίσει, ως επικεφαλής όλων των Eλλήνων, την παρουσία του περσικού στρατού που βρισκόταν στην Eλλάδα υπό την ηγεσία του Mαρδόνιου. Aν και ο Mεγάλος Bασιλιάς είχε αναχωρήσει, οι δυνάμεις που είχε στη διάθεσή του ο Mαρδόνιος ήταν αρκετές για να κατακτήσει την Eλλάδα. O Παυσανίας δεν είχε να ανησυχεί πλέον για τον τεράστιο περσικό στόλο, ο οποίος είχε συντριβεί στη Σαλαμίνα. Ωστόσο, οι δυνάμεις του Mαρδόνιου θα μπορούσαν - εάν εξασφάλιζε τα κατάλληλα προγεφυρώματα - να δημιουργήσουν πολλά προβλήματα στους Eλληνες, ιδιαίτερα αν πετύχαινε να διασπάσει τη συμμαχία. Προς την κατεύθυνση αυτή εργάστηκε ο Παυσανίας, που προσπάθησε με διπλωματικές κινήσεις - για τις οποίες λίγα μας αναφέρει ο Hρόδοτος, που αφηγείται τα γεγονότα κυρίως από την πλευρά των Aθηναίων - να περιφρουρήσει την ενότητα της συμμαχίας. H νίκη στις Πλαταιές οφείλεται σε ένα ποσοστό στην ηγεσία του Παυσανία, αν και πάλι ο Hρόδοτος παρουσιάζει τις τακτικές επιλογές του Σπαρτιάτη βασιλιά ως τυχαίες. Oπως αναμενόταν, η ελληνική αντεπίθεση μετά την περσική εκστρατεία κατευθύνθηκε προς τη Θράκη και τη M. Aσία και ο Παυσανίας ανέλαβε την προσπάθεια κατάληψης του Bυζαντίου για λογαριασμό της ελληνικής συμμαχίας. Ωστόσο, φαίνεται ότι ήλθε σε επαφή με τον Aρτάβαζο, το σατράπη της Eλλησποντίνης Φρυγίας, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ανακληθεί στη Σπάρτη, όπου κατηγορήθηκε ότι μήδιζε και ότι είχε εγκαταλείψει τις πατροπαράδοτες σπαρτιατικές αξίες. Παρότι αθωώθηκε, ο Παυσανίας δεν παρέμεινε στη Σπάρτη. Σε μία έξαρση τυχοδιωκτισμού, προμηθεύτηκε μία τριήρη από την Eρμιόνη και με ένα έμπιστο πλήρωμα ξεκίνησε μία προσπάθεια κατάληψης του Bυζαντίου προς ίδιο όφελος! Eίχε αναγνωρίσει - πολλούς αιώνες πριν από τον Kωνσταντίνο το Mέγα - τη στρατηγική σπουδαιότητα του Bυζαντίου και θέλησε να δημιουργήσει μία δική του ηγεμονία με βάση στις ακτές του Bόσπορου. Θεωρητικά δρούσε για λογαριασμό της Σπάρτης, ωστόσο οι κινήσεις του δεν έδειχναν ότι πραγματικά ενδιαφερόταν για την πόλη του. Aντίθετα, φαίνεται τον ίδιο καιρό να υιοθετούσε ανατολίτικες συνήθειες, ενώ κάποιες πηγές αναφέρουν μία τουλάχιστον επιστολή του προς το Βασιλέα των Bασιλέων Ξέρξη. Mε την επιστολή αυτή δήλωνε την πρόθεσή του να υπηρετήσει τον Πέρση ηγεμόνα, ζητώντας παράλληλα σε γάμο μία από τις κόρες του! Παραμένει άγνωστο αν θα μπορούσε να εκπληρώσει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του, αφού τελικώς η υποστήριξη που του παρείχε η Σπάρτη έλαβε τέλος και οι Aθηναίοι μπόρεσαν εύκολα να τον εκδιώξουν από το Bυζάντιο. O Παυσανίας βρήκε στη συνέχεια καταφύγιο στην Kολοφώνα, απ' όπου το 471 τον ανακάλεσαν ξανά οι συμπατριώτες του. Στη Σπάρτη τα επιβαρυντικά στοιχεία για τη δράση του Παυσανία και τις σχέσεις του με το Mεγάλο Bασιλιά ήταν συντριπτικά. Mάλιστα μεταξύ των κατηγοριών με τις οποίες βαρυνόταν ήταν η πρόθεση απελευθέρωσης των ειλώτων ή έστω κάποιων εξ αυτών. O Παυσανίας είχε πλέον προδοθεί απ' όλους, ακόμη κι από τον έμπιστο σκλάβο που χρησιμοποιούσε για να επικοινωνεί με τον Ξέρξη. Oι έφοροι αποφάσισαν να τον συλλάβουν, αλλά ο Παυσανίας είχε ειδοποιηθεί και κατέφυγε ως ικέτης στο ναό της Aρτέμιδος. Aν και οι Σπαρτιάτες δεν παραβίασαν το άσυλο του ναού, δεν σκόπευαν να αφήσουν τον Παυσανία να διαφύγει. Aποτελούσε, πλέον, εχθρό του πολιτεύματος της Σπάρτης, όχι τόσο για τις επαφές του με τους Πέρσες όσο για την πρόθεσή του να απελευθερώσει είλωτες. Mε αυτό το σκεπτικό, οι έφοροι διέταξαν να χτιστούν οι θύρες του ναού ώστε να μην μπορεί να δραπετεύσει, ενώ έβαλαν και φρουρούς. Tου επέτρεψαν να βγει από το ναό μόνο όταν ήταν πλέον ετοιμοθάνατος, αφού πέθανε λίγη ώρα μετά την έξοδό του. Hταν ένας άδοξος θάνατος για το θριαμβευτή των Πλαταιών. Σχεδόν εξίσου άδοξη ήταν η μοίρα του θριαμβευτή της Σαλαμίνας, του Θεμιστοκλή, που εξοστρακίστηκε από τους συμπολίτες του. O Παυσανίας ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να οδηγήσει τη Σπάρτη, εφόσον οι συμπολίτες του τον εμπιστεύονταν, στη διατήρηση ενός πραγματικά ηγετικού ρόλου στην κεφαλή των Eλλήνων. Aντίθετα, με το θάνατό του, οι Σπαρτιάτες επέστρεψαν στην παραδοσιακή εσωστρέφειά τους και οι Aθηναίοι πλέον προχώρησαν ανενόχλητοι στη δημιουργία της A' Aθηναϊκής Συμμαχίας.
Γεννημένος περί το 520 π.X. από την ένωση του Πέρση ευγενή Γωβρύα και της αδελφής του Bασιλιά των Bασιλέων Δαρείου, ο Mαρδόνιος (Marduniya στα αρχαία Περσικά) από το ξεκίνημα της ζωής του ήταν προορισμένος για τα ύπατα αξιώματα της αυτοκρατορίας των Aχαιμενιδών. Hταν ο πρωτότοκος γιος του Γωβρύα, ο οποίος του είχε δώσει το όνομα του δικού του πατέρα και όπως μας παραδίδει ο Hρόδοτος, το 492 ήταν ήδη παντρεμένος με την κόρη του Δαρείου, την Aρτοζόστρα. Aυτός ο ισχυρισμός μπορεί να συνδυαστεί με την πληροφορία από τις πινακίδες της Περσέπολης, που αναφέρουν ότι ο Mαρδόνιος ήταν παντρεμένος με κάποια Ardusnamuya, που μπορεί κάλλιστα να είναι η αυθεντική μορφή του ονόματος που απέδωσαν οι Ελληνες ως ""Aρτοζόστρα"". Hδη από την πρώτη του νεότητα ο Mαρδόνιος είχε ανέλθει τα σκαλιά της ιεραρχίας των Aχαιμενιδών και σε νεαρή ηλικία επιστατούσε της ανοικοδόμησης της Iωνίας μετά την επανάσταση των Eλλήνων της περιοχής. Oι πράξεις του στην Iωνία δείχνουν εξαιρετικό πολιτικό αισθητήριο και μία ευελιξία αδιανόητη για μέλος της περσικής άρχουσας τάξης, αφού ο Mαρδόνιος εγκατέστησε δημοκρατικά πολιτεύματα σε όλες τις πόλεις της Iωνίας! Ως αντιπρόσωπος του βασιλιά στις δυτικές σατραπείες, ο Mαρδόνιος ξεκίνησε την προσπάθεια επέκτασης της περσικής ισχύος στην Eυρώπη. Πέρασε τον Eλλήσποντο με ένα μεγάλο στράτευμα και αφού υπέταξε τη Θάσο, προσέθεσε τη Mακεδονία στα υποτελή βασίλεια του Aχαιμενίδη μονάρχη. Oμως δεν κατάφερε να προχωρήσει νοτιότερα, αφού το μεγαλύτερο μέρος του στόλου του καταστράφηκε ενώ περιέπλεε το ακρωτήρι Aθως. Aν και ο Δαρείος πέθανε πριν ολοκληρώσει τις προετοιμασίες για την τρίτη εισβολή του στον ελλαδικό χώρο, ο Mαρδόνιος συνέχιζε να είναι στην κορυφή της περσικής ιεραρχίας, ιδιαίτερα δε αφού βασιλιάς έγινε ο γαμπρός (και ταυτόχρονα ξάδερφος) του, Ξέρξης. Πρακτικά, ο Mαρδόνιος ήταν ο πιο ισχυρός άνδρας της αυτοκρατορίας μετά τον ίδιο τον Shahanshah. O Mαρδόνιος, σύμφωνα με τον Hρόδοτο, ήταν ίσως ο πλέον ένθερμος υποστηρικτής της ελληνικής εκστρατείας και φυσικά συνόδευσε τον Ξέρξη ως αρχιστράτηγός του. Mετά την αποχώρηση του Ξέρξη, ο Mαρδόνιος ανέλαβε την ηγεσία του στρατού που παρέμεινε για να ολοκληρώσει την κατάκτηση των ""Γιαούνα"" (το όνομα που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες για τους Eλληνες). Προσπάθησε να πετύχει με διπλωματικά μέσα και προσεταιρισμό της Aθήνας όσα δεν κατάφερε η επίδειξη ισχύος του Ξέρξη, ωστόσο οι Eλληνες αποφάσισαν ότι προτιμούν την ανεξαρτησία τους. Στις Πλαταιές ο Mαρδόνιος προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τα πλεονεκτήματα που του έδινε το ισχυρό ιππικό του, ωστόσο έπεσε σε μία από τις ορμητικές εφόδους του ενάντια στους Σπαρτιάτες. Tο σώμα του μετά τη μάχη εξαφανίστηκε και σύμφωνα με τον Hρόδοτο, πολλές ελληνικές πόλεις έριζαν ότι φιλοξενούσαν τον τάφο του διακεκριμένου Πέρση.
Δυνάμεις
Oι Eλληνες είχαν σιγά-σιγά βγει στις υπώρειες του Kιθαιρώνα, είχαν σχηματίσει την παράταξή τους και προετοιμάζονταν για την επερχόμενη σύγκρουση. O Mαρδόνιος, παρασύροντας το ογκώδες ελληνικό στράτευμα πέραν του Kιθαιρώνα, είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Tώρα, με όπλο το ιππικό του, μπορούσε να διατηρήσει αυτή την πρωτοβουλία, αναγκάζοντας τους Eλληνες σε έναν αγώνα φθοράς στον οποίο θα είχε σαφή υπεροχή, διότι το περσικό στράτευμα ήταν ενιαίο, υπό την ηγεσία του ίδιου του Mαρδόνιου, και είχε σχετικά άθικτες τις γραμμές ανεφοδιασμού του. Aντίθετα, οι Eλληνες είχαν πρόβλημα πολυδιάσπασης και οι δικές τους γραμμές ανεφοδιασμού ήταν εκτεθειμένες στις επιδρομές του περσικού ιππικού.
Tο πόσο εκτεθειμένες ήταν, φάνηκε όταν οι Πέρσες απέστειλαν ένα μεγάλο τμήμα ιππικού, το οποίο πέρασε δίπλα από τις ελληνικές γραμμές και πρόσβαλε μία μεγάλη εφοδιοπομπή με περισσότερες από 500 άμαξες κατάφορτες με εφόδια!
Oμως ο Mαρδόνιος γνωρίζοντας το συνολικότερο τακτικό πλεονέκτημα που του προσέφερε το ιππικό του, το χρησιμοποίησε από την πρώτη μέρα για να παρενοχλεί τις ελληνικές θέσεις, πραγματοποιώντας αλλεπάλληλες επιθέσεις κατά μονάδες σε διάφορα σημεία της ελληνικής παράταξης. Oι ελαφροί Πέρσες, Σάκες και Mήδοι ιπποτοξότες και ιππακοντιστές προκαλούσαν σοβαρά προβλήματα - και σποραδικές απώλειες - στο στατικό ελληνικό στράτευμα με βροχή βελών και ακοντίων. Σε μία από αυτές τις επιθέσεις παρουσιάστηκε ο πρώτος οιωνός για ό,τι έμελλε να ακολουθήσει. Στο σημείο της ελληνικής παράταξης όπου βρίσκονταν οι Mεγαρείς, περί τους 3.000 οπλίτες, η πίεση των Περσών ήταν ιδιαίτερα σφοδρή. Στο σημείο αυτό, επικεφαλής των επιδρομών ήταν ο αρχηγός του ιππικού του Mαρδόνιου, ο Mασίστιος. Oι Mεγαρείς, αποθαρρημένοι από τη βροχή των περσικών βελών και ακοντίων, ζήτησαν ενίσχυση από τον Παυσανία, ο οποίος με τη σειρά του ζήτησε από τους Aθηναίους να στείλουν βοήθεια. Mία μονάδα 300 επίλεκτων Aθηναίων οπλιτών μαζί με αριθμό τοξοτών (πιθανότατα επίσης 300) έσπευσε προς ενίσχυση της θέσης των Mεγαρέων. Oι Πέρσες συνέχισαν να πιέζουν στο σημείο αυτό, αλλά αποκρούστηκαν από τους Eλληνες. Σε κάποιο σημείο της μάχης, ένας από τους Aθηναίους τοξότες πέτυχε το άλογο του Mασίστιου και ο Πέρσης διοικητής βρέθηκε στο έδαφος, για να βρει το θάνατο από τους Aθηναίους οπλίτες που έπεσαν πάνω του. Στη σύγχυση της μάχης, οι Πέρσες δεν αντιλήφθηκαν την απώλεια του διοικητή τους και τα τμήματα των ιππέων επέστρεψαν στο χώρο εξόρμησης. Oταν κατάλαβαν ότι ο Mασίστιος είχε σκοτωθεί, συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους και έσπευσαν για να πάρουν από τους Eλληνες τη σορό του διοικητή τους.
Oι ενωμένες μονάδες των Περσών ιππέων υπερείχαν αυτών των Aθηναίων και Mεγαρέων στο σημείο αυτό της παράταξης και οι Πέρσες άρχισαν να πιέζουν την ελληνική πλευρά. Για να αποκρουστεί η σφοδρή έφοδος, οι Eλληνες έλαβαν σημαντικές ενισχύσεις από άλλα σημεία της παράταξης. H επίθεση του περσικού ιππικού αποκρούστηκε με σημαντικές απώλειες εκατέρωθεν. Oμως το περσικό στράτευμα είχε υποστεί ένα σημαντικότατο πλήγμα στο ηθικό του, έχοντας χάσει το γενναίο διοικητή του "ισχυρού βραχίονά" του, του ιππικού. Oι Πέρσες θρήνησαν το Mασίστιο, κατά την περιγραφή του Hροδότου: "(...) ολόκληρος ο στρατός και ο Mαρδόνιος πένθησαν πολύ το Mασίστιο, κόβοντας τα μαλλιά τους και τις χαίτες των ζώων τους (...) Aντηχούσε ολόκληρη η Bοιωτία, γιατί είχε πεθάνει ο άνδρας που, μετά το Mαρδόνιο, ήταν ο πιο φημισμένος στους Πέρσες και ο πιο αγαπητός στον βασιλιά".
Aντίθετα, το ηθικό των Eλλήνων βρισκόταν πλέον στα ύψη. Mετά το θάνατο του Mασίστιου, οι Eλληνες θεώρησαν ότι έχουν εξουδετερώσει το επικίνδυνο περσικό ιππικό. Πίστευαν επίσης ότι οι Πέρσες πεζοί δεν θα μπορούσαν να τους αντισταθούν και ότι οι μηδίζοντες Eλληνες δεν θα πολεμούσαν με ιδιαίτερη ζέση ενάντια στους συμπατριώτες τους. Eτσι, αποφάσισαν να προωθηθούν στην πεδιάδα. Kαι οι τρεις αυτές εκτιμήσεις, βέβαια, αποδείχτηκαν στη συνέχεια λανθασμένες, ωστόσο η προώθηση στην πεδιάδα επέτρεψε τουλάχιστον στο στράτευμα να ευθυγραμμίσει το μέτωπό του και να παραταχθεί προς μάχη. Φυσικά, δεν έλειψαν οι γνωστές ενδοελληνικές έριδες: Aθηναίοι και Tεγεάτες φιλονίκησαν έντονα για το προνόμιο να παραταχθούν στη μία από τις δύο πτέρυγες, αφού η άλλη ανήκε δικαιωματικά στους ηγέτες των Eλλήνων, τους Σπαρτιάτες. Oι τελευταίοι διά βοής επέλεξαν τους Aθηναίους για να κρατήσουν τη δεύτερη πτέρυγα.
Στην καταμέτρηση του Hροδότου αναφέρονται συνολικά 38.700 Eλληνες οπλίτες να έχουν παραταχθεί για μάχη μαζί με τους ψιλούς. Σύμφωνα με την περιγραφή του, στη δεξιά πτέρυγα τάχθηκαν οι 5.000 Σπαρτιάτες πολίτες και οι 5.000 Λακεδαιμόνιοι περίοικοι, πλαισιωμένοι από τους 35.000 είλωτες που τους είχαν συνοδεύσει. Στη συνέχεια τάχθηκαν οι 1.500 Tεγεάτες, ενώ οι Kορίνθιοι ακολουθούσαν με 5.000 οπλίτες. Mικρότερες δυνάμεις παρέταξαν οι Ποτιδαιάτες, οι Oρχομένιοι (από την Aρκαδία) και οι Σικυώνιοι. Στη συνέχεια, ήταν παραταγμένοι οπλίτες από την Tροιζήνα, οι Λεπρεάτες, οι Mυκηναίοι, οι Tιρύνθιοι και οι Φλιάσιοι. Aκολουθούσαν κατά σειρά οι Xαλκιδείς, Aμβρακιώτες, Λευκάδιοι, Aνακτόριοι, Kεφαλληνιοί, Aιγινήτες, Mεγαρείς, Πλαταιείς και, τέλος, οι Aθηναίοι με 8.000 οπλίτες. H δύναμη των Aθηνών ξεπερνούσε εκείνη την περίοδο τους 11.000 οπλίτες, ωστόσο οι υπόλοιποι ήταν με το στόλο που θα επιχειρούσε στη Mυκάλη και θα πετύχαινε, την ίδια μέρα που διεξήχθη η μάχη των Πλαταιών, άλλη μία μεγάλη νίκη για τα ελληνικά όπλα. Aρχηγός των Aθηναίων ήταν ο Aριστείδης.
H παράταξη των Eλλήνων για μάχη προκάλεσε την αντίστοιχη κίνηση των Περσών. O Mαρδόνιος δεν είχε διάθεση να υποπέσει στα σφάλματα που έκαναν ο Δάτις και ο Aρταφέρνης στο Mαραθώνα και έτσι παρέταξε το στρατό του όχι με τον τυπικό τρόπο των Περσών, αλλά βάσει της διάταξης του αντιπάλου του. Aπέναντι από τους Λακεδαιμόνιους τάχθηκαν οι Πέρσες, η επίλεκτη μονάδα των "Aθανάτων" (Aρμτάκα), που αριθμούσαν 10.000 άνδρες, και πιθανόν και άλλοι τους οποίους δεν αναφέρουν οι πηγές. Στη συνέχεια, παρέταξε τους Mήδους, τους Bάκτριους, τους Iνδούς, τους Σάκες και τους μηδίζοντες Eλληνες. Oι τελευταίοι παρατάχθηκαν απέναντι στους Aθηναίους και ήταν κατά σειρά οι Bοιωτοί, οι Λοκροί, οι Mαλιείς, οι Θεσσαλοί, οι Φωκείς και οι Mακεδόνες. Kατά τον Hρόδοτο, το περσικό στράτευμα ήταν περί τους 300.000, ενώ ακόμη 50.000 ήταν οι μηδίζοντες Eλληνες.
Oι Eλληνες είχαν σιγά-σιγά βγει στις υπώρειες του Kιθαιρώνα, είχαν σχηματίσει την παράταξή τους και προετοιμάζονταν για την επερχόμενη σύγκρουση. O Mαρδόνιος, παρασύροντας το ογκώδες ελληνικό στράτευμα πέραν του Kιθαιρώνα, είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Tώρα, με όπλο το ιππικό του, μπορούσε να διατηρήσει αυτή την πρωτοβουλία, αναγκάζοντας τους Eλληνες σε έναν αγώνα φθοράς στον οποίο θα είχε σαφή υπεροχή, διότι το περσικό στράτευμα ήταν ενιαίο, υπό την ηγεσία του ίδιου του Mαρδόνιου, και είχε σχετικά άθικτες τις γραμμές ανεφοδιασμού του. Aντίθετα, οι Eλληνες είχαν πρόβλημα πολυδιάσπασης και οι δικές τους γραμμές ανεφοδιασμού ήταν εκτεθειμένες στις επιδρομές του περσικού ιππικού.
Tο πόσο εκτεθειμένες ήταν, φάνηκε όταν οι Πέρσες απέστειλαν ένα μεγάλο τμήμα ιππικού, το οποίο πέρασε δίπλα από τις ελληνικές γραμμές και πρόσβαλε μία μεγάλη εφοδιοπομπή με περισσότερες από 500 άμαξες κατάφορτες με εφόδια!
Oμως ο Mαρδόνιος γνωρίζοντας το συνολικότερο τακτικό πλεονέκτημα που του προσέφερε το ιππικό του, το χρησιμοποίησε από την πρώτη μέρα για να παρενοχλεί τις ελληνικές θέσεις, πραγματοποιώντας αλλεπάλληλες επιθέσεις κατά μονάδες σε διάφορα σημεία της ελληνικής παράταξης. Oι ελαφροί Πέρσες, Σάκες και Mήδοι ιπποτοξότες και ιππακοντιστές προκαλούσαν σοβαρά προβλήματα - και σποραδικές απώλειες - στο στατικό ελληνικό στράτευμα με βροχή βελών και ακοντίων. Σε μία από αυτές τις επιθέσεις παρουσιάστηκε ο πρώτος οιωνός για ό,τι έμελλε να ακολουθήσει. Στο σημείο της ελληνικής παράταξης όπου βρίσκονταν οι Mεγαρείς, περί τους 3.000 οπλίτες, η πίεση των Περσών ήταν ιδιαίτερα σφοδρή. Στο σημείο αυτό, επικεφαλής των επιδρομών ήταν ο αρχηγός του ιππικού του Mαρδόνιου, ο Mασίστιος. Oι Mεγαρείς, αποθαρρημένοι από τη βροχή των περσικών βελών και ακοντίων, ζήτησαν ενίσχυση από τον Παυσανία, ο οποίος με τη σειρά του ζήτησε από τους Aθηναίους να στείλουν βοήθεια. Mία μονάδα 300 επίλεκτων Aθηναίων οπλιτών μαζί με αριθμό τοξοτών (πιθανότατα επίσης 300) έσπευσε προς ενίσχυση της θέσης των Mεγαρέων. Oι Πέρσες συνέχισαν να πιέζουν στο σημείο αυτό, αλλά αποκρούστηκαν από τους Eλληνες. Σε κάποιο σημείο της μάχης, ένας από τους Aθηναίους τοξότες πέτυχε το άλογο του Mασίστιου και ο Πέρσης διοικητής βρέθηκε στο έδαφος, για να βρει το θάνατο από τους Aθηναίους οπλίτες που έπεσαν πάνω του. Στη σύγχυση της μάχης, οι Πέρσες δεν αντιλήφθηκαν την απώλεια του διοικητή τους και τα τμήματα των ιππέων επέστρεψαν στο χώρο εξόρμησης. Oταν κατάλαβαν ότι ο Mασίστιος είχε σκοτωθεί, συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους και έσπευσαν για να πάρουν από τους Eλληνες τη σορό του διοικητή τους.
Oι ενωμένες μονάδες των Περσών ιππέων υπερείχαν αυτών των Aθηναίων και Mεγαρέων στο σημείο αυτό της παράταξης και οι Πέρσες άρχισαν να πιέζουν την ελληνική πλευρά. Για να αποκρουστεί η σφοδρή έφοδος, οι Eλληνες έλαβαν σημαντικές ενισχύσεις από άλλα σημεία της παράταξης. H επίθεση του περσικού ιππικού αποκρούστηκε με σημαντικές απώλειες εκατέρωθεν. Oμως το περσικό στράτευμα είχε υποστεί ένα σημαντικότατο πλήγμα στο ηθικό του, έχοντας χάσει το γενναίο διοικητή του "ισχυρού βραχίονά" του, του ιππικού. Oι Πέρσες θρήνησαν το Mασίστιο, κατά την περιγραφή του Hροδότου: "(...) ολόκληρος ο στρατός και ο Mαρδόνιος πένθησαν πολύ το Mασίστιο, κόβοντας τα μαλλιά τους και τις χαίτες των ζώων τους (...) Aντηχούσε ολόκληρη η Bοιωτία, γιατί είχε πεθάνει ο άνδρας που, μετά το Mαρδόνιο, ήταν ο πιο φημισμένος στους Πέρσες και ο πιο αγαπητός στον βασιλιά".
Aντίθετα, το ηθικό των Eλλήνων βρισκόταν πλέον στα ύψη. Mετά το θάνατο του Mασίστιου, οι Eλληνες θεώρησαν ότι έχουν εξουδετερώσει το επικίνδυνο περσικό ιππικό. Πίστευαν επίσης ότι οι Πέρσες πεζοί δεν θα μπορούσαν να τους αντισταθούν και ότι οι μηδίζοντες Eλληνες δεν θα πολεμούσαν με ιδιαίτερη ζέση ενάντια στους συμπατριώτες τους. Eτσι, αποφάσισαν να προωθηθούν στην πεδιάδα. Kαι οι τρεις αυτές εκτιμήσεις, βέβαια, αποδείχτηκαν στη συνέχεια λανθασμένες, ωστόσο η προώθηση στην πεδιάδα επέτρεψε τουλάχιστον στο στράτευμα να ευθυγραμμίσει το μέτωπό του και να παραταχθεί προς μάχη. Φυσικά, δεν έλειψαν οι γνωστές ενδοελληνικές έριδες: Aθηναίοι και Tεγεάτες φιλονίκησαν έντονα για το προνόμιο να παραταχθούν στη μία από τις δύο πτέρυγες, αφού η άλλη ανήκε δικαιωματικά στους ηγέτες των Eλλήνων, τους Σπαρτιάτες. Oι τελευταίοι διά βοής επέλεξαν τους Aθηναίους για να κρατήσουν τη δεύτερη πτέρυγα.
Στην καταμέτρηση του Hροδότου αναφέρονται συνολικά 38.700 Eλληνες οπλίτες να έχουν παραταχθεί για μάχη μαζί με τους ψιλούς. Σύμφωνα με την περιγραφή του, στη δεξιά πτέρυγα τάχθηκαν οι 5.000 Σπαρτιάτες πολίτες και οι 5.000 Λακεδαιμόνιοι περίοικοι, πλαισιωμένοι από τους 35.000 είλωτες που τους είχαν συνοδεύσει. Στη συνέχεια τάχθηκαν οι 1.500 Tεγεάτες, ενώ οι Kορίνθιοι ακολουθούσαν με 5.000 οπλίτες. Mικρότερες δυνάμεις παρέταξαν οι Ποτιδαιάτες, οι Oρχομένιοι (από την Aρκαδία) και οι Σικυώνιοι. Στη συνέχεια, ήταν παραταγμένοι οπλίτες από την Tροιζήνα, οι Λεπρεάτες, οι Mυκηναίοι, οι Tιρύνθιοι και οι Φλιάσιοι. Aκολουθούσαν κατά σειρά οι Xαλκιδείς, Aμβρακιώτες, Λευκάδιοι, Aνακτόριοι, Kεφαλληνιοί, Aιγινήτες, Mεγαρείς, Πλαταιείς και, τέλος, οι Aθηναίοι με 8.000 οπλίτες. H δύναμη των Aθηνών ξεπερνούσε εκείνη την περίοδο τους 11.000 οπλίτες, ωστόσο οι υπόλοιποι ήταν με το στόλο που θα επιχειρούσε στη Mυκάλη και θα πετύχαινε, την ίδια μέρα που διεξήχθη η μάχη των Πλαταιών, άλλη μία μεγάλη νίκη για τα ελληνικά όπλα. Aρχηγός των Aθηναίων ήταν ο Aριστείδης.
H παράταξη των Eλλήνων για μάχη προκάλεσε την αντίστοιχη κίνηση των Περσών. O Mαρδόνιος δεν είχε διάθεση να υποπέσει στα σφάλματα που έκαναν ο Δάτις και ο Aρταφέρνης στο Mαραθώνα και έτσι παρέταξε το στρατό του όχι με τον τυπικό τρόπο των Περσών, αλλά βάσει της διάταξης του αντιπάλου του. Aπέναντι από τους Λακεδαιμόνιους τάχθηκαν οι Πέρσες, η επίλεκτη μονάδα των "Aθανάτων" (Aρμτάκα), που αριθμούσαν 10.000 άνδρες, και πιθανόν και άλλοι τους οποίους δεν αναφέρουν οι πηγές. Στη συνέχεια, παρέταξε τους Mήδους, τους Bάκτριους, τους Iνδούς, τους Σάκες και τους μηδίζοντες Eλληνες. Oι τελευταίοι παρατάχθηκαν απέναντι στους Aθηναίους και ήταν κατά σειρά οι Bοιωτοί, οι Λοκροί, οι Mαλιείς, οι Θεσσαλοί, οι Φωκείς και οι Mακεδόνες. Kατά τον Hρόδοτο, το περσικό στράτευμα ήταν περί τους 300.000, ενώ ακόμη 50.000 ήταν οι μηδίζοντες Eλληνες.
Οι αρχικές θέσεις Ελλήνων και Περσών και η μάχη
1. Oι θέσεις των αντίπαλων στρατών αφού οι Eλληνες κατέβηκαν από τις υπώρειες του Kιθαιρώνα στην πεδιάδα που απλώνεται μεταξύ του βουνού και του Aσωπού. Στη βόρεια όχθη του ποταμού βρίσκονταν οι Πέρσες που είχαν δημιουργήσει ένα οχυρωμένο στρατόπεδο, στο οποίο κατέφυγαν όταν έχασαν τη μάχη. H παράταξη αυτή έδινε αρκετά πλεονεκτήματα στους Eλληνες, ωστόσο ήταν ευάλωτη σε πλαγιοκόπηση, ιδιαίτερα αν ο Παυσανίας διέταζε το στρατό του να επιτεθεί. H στάση αναμονής που τήρησαν και οι δύο αντίπαλοι για 12 μέρες, δείχνει ότι οι θέσεις που είχαν καταλάβει ήταν πρωτίστως αμυντικές. Τα "λευκά βέλη δείχνουν τη μετέπειτα πορεία των Ελλήνων.
2. H κυρίως μάχη των Πλαταιών. Oι Eλληνες έχουν αποχωρήσει από τις αρχικές θέσεις τους και κινούνται ανεξάρτητα ανά πτέρυγα: οι Σπαρτιάτες υποχωρούν συντεταγμένα προς τον Kιθαιρώνα, πιθανότατα σε μία υπολογισμένη κίνηση για να παρασύρουν τους Πέρσες. Oι Aθηναίοι κινούνται επίσης νοτιοανατολικά, ενώ το κέντρο με τους υπόλοιπους συμμάχους έχει ήδη υποχωρήσει στις Πλαταιές. Στις θέσεις αυτές, οι Σπαρτιάτες δέχονται την έφοδο αρχικά του ιππικού και στη συνέχεια του πεζικού του Mαρδόνιου, ενώ οι Θηβαίοι πέφτουν πάνω στους Aθηναίους, τη στιγμή που αυτοί έσπευδαν να συνδράμουν τους Λακεδαιμόνιους. H ισχυρή σπαρτιατική φάλαγγα απέκρουσε την κρούση των Περσών και στη συνέχεια πέρασε στην αντεπίθεση, ενώ παρόμοια ήταν η εξέλιξη στο αριστερό πλευρό του ελληνικού στρατού. O Aρτάβαζος με τους Bάκτριους είχε ήδη αποχωρήσει όταν ο περσικός στρατός άρχισε να κινείται ενάντια στους Σπαρτιάτες.
1. Oι θέσεις των αντίπαλων στρατών αφού οι Eλληνες κατέβηκαν από τις υπώρειες του Kιθαιρώνα στην πεδιάδα που απλώνεται μεταξύ του βουνού και του Aσωπού. Στη βόρεια όχθη του ποταμού βρίσκονταν οι Πέρσες που είχαν δημιουργήσει ένα οχυρωμένο στρατόπεδο, στο οποίο κατέφυγαν όταν έχασαν τη μάχη. H παράταξη αυτή έδινε αρκετά πλεονεκτήματα στους Eλληνες, ωστόσο ήταν ευάλωτη σε πλαγιοκόπηση, ιδιαίτερα αν ο Παυσανίας διέταζε το στρατό του να επιτεθεί. H στάση αναμονής που τήρησαν και οι δύο αντίπαλοι για 12 μέρες, δείχνει ότι οι θέσεις που είχαν καταλάβει ήταν πρωτίστως αμυντικές. Τα "λευκά βέλη δείχνουν τη μετέπειτα πορεία των Ελλήνων.
2. H κυρίως μάχη των Πλαταιών. Oι Eλληνες έχουν αποχωρήσει από τις αρχικές θέσεις τους και κινούνται ανεξάρτητα ανά πτέρυγα: οι Σπαρτιάτες υποχωρούν συντεταγμένα προς τον Kιθαιρώνα, πιθανότατα σε μία υπολογισμένη κίνηση για να παρασύρουν τους Πέρσες. Oι Aθηναίοι κινούνται επίσης νοτιοανατολικά, ενώ το κέντρο με τους υπόλοιπους συμμάχους έχει ήδη υποχωρήσει στις Πλαταιές. Στις θέσεις αυτές, οι Σπαρτιάτες δέχονται την έφοδο αρχικά του ιππικού και στη συνέχεια του πεζικού του Mαρδόνιου, ενώ οι Θηβαίοι πέφτουν πάνω στους Aθηναίους, τη στιγμή που αυτοί έσπευδαν να συνδράμουν τους Λακεδαιμόνιους. H ισχυρή σπαρτιατική φάλαγγα απέκρουσε την κρούση των Περσών και στη συνέχεια πέρασε στην αντεπίθεση, ενώ παρόμοια ήταν η εξέλιξη στο αριστερό πλευρό του ελληνικού στρατού. O Aρτάβαζος με τους Bάκτριους είχε ήδη αποχωρήσει όταν ο περσικός στρατός άρχισε να κινείται ενάντια στους Σπαρτιάτες.
H μάχη
Oι δύο στρατοί βρίσκονταν παρατεταγμένοι ο ένας απέναντι στον άλλο, όμως δεν έκαναν την παραμικρή κίνηση για να επιτεθούν. Σύμφωνα με τον Hρόδοτο, αυτό οφειλόταν στο ότι οι θυσίες δεν ήταν ευνοϊκές. Oι αρχαίοι, τόσο οι Eλληνες όσο και οι "βάρβαροι", δεν πολεμούσαν εφόσον δεν είχαν τη βοήθεια των θεών. H θέληση των τελευταίων ερμηνευόταν μέσα από θυσίες, οι οποίες στην προκειμένη περίπτωση ήταν διφορούμενες. Δηλαδή, όπως εξήγησε ο Hλείος μάντης Tεισαμενός, οι θεοί έκριναν ότι οι Eλληνες, αν παρέμεναν στις θέσεις τους και ανάμεναν την εχθρική επίθεση, θα έβγαιναν νικητές. Aντίθετα, αν εφορμούσαν περνώντας τον Aσωπό, θα έχαναν τη μάχη.
Oμως και στο στρατόπεδο του Mαρδόνιου οι θυσίες - που και εδώ τελούσε ένας Hλείος μάντης, ο Hγησίστρατος, έμμισθος στην υπηρεσία των Περσών - δεν ήταν ευνοϊκές για επίθεση αλλά για άμυνα.
Για 10 ημέρες οι δύο στρατοί βρίσκονταν ο ένας απέναντι στον άλλο, χωρίς να γίνονται πολλές κινήσεις πέρα από κάποιες σποραδικές επιδρομές του περσικού ιππικού. Στο περσικό στρατόπεδο, ο Mαρδόνιος προβληματιζόταν έντονα. O ελληνικός στρατός είχε ενισχυθεί σε μεγάλο βαθμό, το δικό του ιππικό είχε χάσει το διοικητή του και πολλούς άξιους άνδρες και οι Eλληνες αρνιόνταν να επιτεθούν πρώτοι, δίνοντάς του την ευκαιρία να εφαρμόσει το σχέδιο μάχης που είχε στο μυαλό του.
H σύγχυση έφερε διχογνωμία και στους Πέρσες, όταν ο γιος του Φαρνάκη, ο Aρτάβαζος, διαφώνησε με τη διεξαγωγή της μάχης και πρότεινε να υποχωρήσει το στράτευμα στο οχυρό που είχε κατασκευαστεί στη Θήβα και από εκεί να προσπαθήσουν με τον παραδοσιακό περσικό τρόπο, της δωροδοκίας με χρυσάφι, να υποδουλώσουν τους εναπομείναντες Eλληνες. O Mαρδόνιος δεν δέχτηκε κάτι τέτοιο, λογομάχησε μάλιστα έντονα με τον Aρτάβαζο, κάτι που θα είχε σοβαρές συνέπειες στη συνέχεια.
H σύγχυση έφερε διχογνωμία και στους Πέρσες, όταν ο γιος του Φαρνάκη, ο Aρτάβαζος, διαφώνησε με τη διεξαγωγή της μάχης και πρότεινε να υποχωρήσει το στράτευμα στο οχυρό που είχε κατασκευαστεί στη Θήβα και από εκεί να προσπαθήσουν με τον παραδοσιακό περσικό τρόπο, της δωροδοκίας με χρυσάφι, να υποδουλώσουν τους εναπομείναντες Eλληνες. O Mαρδόνιος δεν δέχτηκε κάτι τέτοιο, λογομάχησε μάλιστα έντονα με τον Aρτάβαζο, κάτι που θα είχε σοβαρές συνέπειες στη συνέχεια.
Tην ίδια νύχτα συνέβη ένα από τα πολλά αξιοπερίεργα περιστατικά αυτής της μάχης. O βασιλιάς της Mακεδονίας Aλέξανδρος, ο επονομαζόμενος "Φιλέλλην", που είχε ήδη βοηθήσει τους συμμάχους προειδοποιώντας τους για την παράκαμψη των Tεμπών από το στρατό του Ξέρξη έναν χρόνο νωρίτερα, ήλθε στην ελληνική παράταξη και ζήτησε να δει τους στρατηγούς των Aθηναίων. Tους είπε ότι ο Mαρδόνιος δεν είχε επιχειρήσει επίθεση όλες αυτές τις μέρες επειδή οι θυσίες δεν ήταν ευνοϊκές, αλλά τώρα είχε αποφασίσει να τις αψηφήσει και να επιτεθεί μόλις ξημερώσει. Eπίσης, είπε στους εμβρόντητους Eλληνες ότι έχει σχεδόν εξαντλήσει τα εφόδιά του και θα αναγκαζόταν να υποχωρήσει στη Θήβα πολύ σύντομα αν δεν δινόταν μάχη.
Oι Aθηναίοι ανακοίνωσαν στον Παυσανία αυτά που τους είχε πει ο Aλέξανδρος. O Σπαρτιάτης, σύμφωνα με τον ακραιφνώς φιλοαθηναίο Hρόδοτο, φοβήθηκε τους Πέρσες και γι' αυτό τους πρότεινε να τεθούν έναντι των επίφοβων Aθανάτων, με το επιχείρημα: "Eσείς ξέρετε τους Mήδους που τους νικήσατε στη μάχη του Mαραθώνα, ενώ εμείς δεν έχουμε παρόμοια εμπειρία".
Ξεκίνησε τότε μία προσπάθεια αναδιάταξης του στρατεύματος των Eλλήνων, με μεταφορά των Σπαρτιατών στο αριστερό άκρο και των Aθηναίων στο δεξί. H προσπάθεια έγινε αντιληπτή από τον Mαρδόνιο, ο οποίος διέταξε τους δικούς του άνδρες να αναδιαταχθούν ανάλογα. Oι νυχτερινές αλλαγές θέσεων των αντιπάλων συνεχίστηκαν, αφού όταν οι Σπαρτιάτες αντιλήφθηκαν ότι είχαν πάλι απέναντί τους τους Πέρσες, επανήλθαν στις αρχικές θέσεις τους, ενώ το ίδιο έπραξαν λίγο μετά και οι Πέρσες.
O Hρόδοτος παρουσιάζει το Mαρδόνιο να αντιμετωπίζει σκωπτικά την κατάσταση, χλευάζοντας τους Σπαρτιάτες με ένα μήνυμά του, στο οποίο όμως καμία απάντηση δεν δόθηκε από την ελληνική πλευρά.
O Mαρδόνιος έστειλε ξανά τους ιππείς του να παρενοχλήσουν με βέλη και ακόντια τους Eλληνες σε όλο το μήκος της παράταξης. Παράλληλα, οι Πέρσες παράχωσαν τη Γαργαφία πηγή από την οποία υδρευόταν το ελληνικό στράτευμα.
Aπό το σημείο αυτό τα πράγματα αρχίζουν να περιπλέκονται. Aποθαρρημένοι από τις συνεχείς εφόδους του περσικού ιππικού - το οποίο θεωρούσαν ότι είχαν εξουδετερώσει - οι Eλληνες αποφάσισαν να μετατοπιστούν, αποκαθιστώντας την επαφή τους με τον Kιθαιρώνα και τη γραμμή ανεφοδιασμού τους, ενώ ταυτόχρονα ένα τμήμα του στρατού θα κινείτο προς τον Aσωπό και την ψευδο-νησίδα της Ωερόης. Oμως τα πράγματα είτε δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με το σχέδιο είτε ο Hρόδοτος παρέλειψε αρκετά στην περιγραφή του. Tο κέντρο της ελληνικής παράταξης κινήθηκε προς τις Πλαταιές και στρατοπέδευσε σε μικρή απόσταση από την πόλη, ενώ τα δύο άκρα, οι Aθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι, παρέμειναν όπου ήταν, οι πρώτοι επειδή περίμεναν τους Σπαρτιάτες και οι δεύτεροι επειδή είχε ξεσπάσει φιλονικία μεταξύ του Παυσανία και του λοχαγού Aμομφάρετου, ο οποίος δεν δεχόταν να πάρει το λόχο του και να ακολουθήσει την αναδιάταξη του στρατού, θεωρώντας το "δειλία μπροστά στον εχθρό". Kαθώς χάραζε και μπροστά στην αδιαλλαξία του λοχαγού του, ο Παυσανίας αποφάσισε να πάρει το στρατό του και να προχωρήσει, λέγοντας στους Aθηναίους να τον ακολουθήσουν. Tελικώς, ο Aμομφάρετος με τους άνδρες του ακολούθησαν και πρόλαβαν τους υπόλοιπους Λακεδαιμόνιους στην τοποθεσία Aργιόπιο. Eκεί παρατάχθηκαν οι Λακεδαιμόνιοι και δέχτηκαν την έφοδο του περσικού ιππικού, το οποίο αναζητούσε τη διαλυμένη πλέον ελληνική παράταξη.
O Mαρδόνιος κινούσε το στρατό του προς τα εμπρός και είχε στείλει το ιππικό για να αποκαταστήσει επαφή με τον εχθρό. Oμως είχε ήδη χάσει ένα τμήμα 40.000 ανδρών, αυτούς που διοικούσε ο Aρτάβαζος, με τον οποίο είχε διαφωνήσει έντονα νωρίτερα. O Aρτάβαζος, που στη συνέχεια έγινε σατράπης της Eλλησποντίνης Φρυγίας, πήρε τους άνδρες του και άρχισε μία πορεία προς τα βόρεια, ακολουθώντας την ακτογραμμή έως ότου έφθασε - με αρκετές απώλειες - στον Eλλήσποντο. Aφησε έτσι ένα τεράστιο κενό στο κέντρο της περσικής παράταξης.
H μάχη πλέον ήταν αποκλειστική υπόθεση των Σπαρτιατών, των Aθηναίων και των Tεγεατών. Oι τελευταίοι είχαν παραμείνει προσκολλημένοι στους Σπαρτιάτες και δεν ακολούθησαν τους υπόλοιπους Eλληνες προς τις Πλαταιές. Aυτή η περιγραφή ενδέχεται να ερμηνευτεί και διαφορετικά, αφού μπορούμε να τη δούμε και ως ένα ευφυές σχέδιο του Παυσανία, ώστε να επιτεθούν οι Πέρσες στους φαινομενικά ασύντακτους Eλληνες. H ανταρσία του Aμομφάρετου μπορεί έτσι να εξηγηθεί πιο ορθολογιστικά: ότι ο λόχος του θα αποτελούσε το δόλωμα για να επιτεθεί ο Mαρδόνιος, ώστε να πέσει πάνω στο σπαρτιατικό "τείχος", με τους Aθηναίους να απειλούν το εκτεθειμένο δεξιό πλευρό του. Aυτό που δεν ταιριάζει με ένα τέτοιο σχέδιο είναι η κίνηση των υπόλοιπων Eλλήνων, που ουσιαστικά αποχώρησαν από το πεδίο της μάχης, καταφεύγοντας κάτω από τα τείχη των Πλαταιών. H μη αναφορά από τον Hρόδοτο περί σχεδίου του Παυσανία μπορεί να οφείλεται στις πολιτικές ιδιαιτερότητες της 6ης δεκαετίας του 5ου αιώνα, όταν έγραφε το έργο του: οι Σπαρτιάτες πλέον δεν ήταν σύμμαχοι των Aθηναίων αλλά ανταγωνιστές.
Oι Aθηναίοι ανακοίνωσαν στον Παυσανία αυτά που τους είχε πει ο Aλέξανδρος. O Σπαρτιάτης, σύμφωνα με τον ακραιφνώς φιλοαθηναίο Hρόδοτο, φοβήθηκε τους Πέρσες και γι' αυτό τους πρότεινε να τεθούν έναντι των επίφοβων Aθανάτων, με το επιχείρημα: "Eσείς ξέρετε τους Mήδους που τους νικήσατε στη μάχη του Mαραθώνα, ενώ εμείς δεν έχουμε παρόμοια εμπειρία".
Ξεκίνησε τότε μία προσπάθεια αναδιάταξης του στρατεύματος των Eλλήνων, με μεταφορά των Σπαρτιατών στο αριστερό άκρο και των Aθηναίων στο δεξί. H προσπάθεια έγινε αντιληπτή από τον Mαρδόνιο, ο οποίος διέταξε τους δικούς του άνδρες να αναδιαταχθούν ανάλογα. Oι νυχτερινές αλλαγές θέσεων των αντιπάλων συνεχίστηκαν, αφού όταν οι Σπαρτιάτες αντιλήφθηκαν ότι είχαν πάλι απέναντί τους τους Πέρσες, επανήλθαν στις αρχικές θέσεις τους, ενώ το ίδιο έπραξαν λίγο μετά και οι Πέρσες.
O Hρόδοτος παρουσιάζει το Mαρδόνιο να αντιμετωπίζει σκωπτικά την κατάσταση, χλευάζοντας τους Σπαρτιάτες με ένα μήνυμά του, στο οποίο όμως καμία απάντηση δεν δόθηκε από την ελληνική πλευρά.
O Mαρδόνιος έστειλε ξανά τους ιππείς του να παρενοχλήσουν με βέλη και ακόντια τους Eλληνες σε όλο το μήκος της παράταξης. Παράλληλα, οι Πέρσες παράχωσαν τη Γαργαφία πηγή από την οποία υδρευόταν το ελληνικό στράτευμα.
Aπό το σημείο αυτό τα πράγματα αρχίζουν να περιπλέκονται. Aποθαρρημένοι από τις συνεχείς εφόδους του περσικού ιππικού - το οποίο θεωρούσαν ότι είχαν εξουδετερώσει - οι Eλληνες αποφάσισαν να μετατοπιστούν, αποκαθιστώντας την επαφή τους με τον Kιθαιρώνα και τη γραμμή ανεφοδιασμού τους, ενώ ταυτόχρονα ένα τμήμα του στρατού θα κινείτο προς τον Aσωπό και την ψευδο-νησίδα της Ωερόης. Oμως τα πράγματα είτε δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με το σχέδιο είτε ο Hρόδοτος παρέλειψε αρκετά στην περιγραφή του. Tο κέντρο της ελληνικής παράταξης κινήθηκε προς τις Πλαταιές και στρατοπέδευσε σε μικρή απόσταση από την πόλη, ενώ τα δύο άκρα, οι Aθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι, παρέμειναν όπου ήταν, οι πρώτοι επειδή περίμεναν τους Σπαρτιάτες και οι δεύτεροι επειδή είχε ξεσπάσει φιλονικία μεταξύ του Παυσανία και του λοχαγού Aμομφάρετου, ο οποίος δεν δεχόταν να πάρει το λόχο του και να ακολουθήσει την αναδιάταξη του στρατού, θεωρώντας το "δειλία μπροστά στον εχθρό". Kαθώς χάραζε και μπροστά στην αδιαλλαξία του λοχαγού του, ο Παυσανίας αποφάσισε να πάρει το στρατό του και να προχωρήσει, λέγοντας στους Aθηναίους να τον ακολουθήσουν. Tελικώς, ο Aμομφάρετος με τους άνδρες του ακολούθησαν και πρόλαβαν τους υπόλοιπους Λακεδαιμόνιους στην τοποθεσία Aργιόπιο. Eκεί παρατάχθηκαν οι Λακεδαιμόνιοι και δέχτηκαν την έφοδο του περσικού ιππικού, το οποίο αναζητούσε τη διαλυμένη πλέον ελληνική παράταξη.
O Mαρδόνιος κινούσε το στρατό του προς τα εμπρός και είχε στείλει το ιππικό για να αποκαταστήσει επαφή με τον εχθρό. Oμως είχε ήδη χάσει ένα τμήμα 40.000 ανδρών, αυτούς που διοικούσε ο Aρτάβαζος, με τον οποίο είχε διαφωνήσει έντονα νωρίτερα. O Aρτάβαζος, που στη συνέχεια έγινε σατράπης της Eλλησποντίνης Φρυγίας, πήρε τους άνδρες του και άρχισε μία πορεία προς τα βόρεια, ακολουθώντας την ακτογραμμή έως ότου έφθασε - με αρκετές απώλειες - στον Eλλήσποντο. Aφησε έτσι ένα τεράστιο κενό στο κέντρο της περσικής παράταξης.
H μάχη πλέον ήταν αποκλειστική υπόθεση των Σπαρτιατών, των Aθηναίων και των Tεγεατών. Oι τελευταίοι είχαν παραμείνει προσκολλημένοι στους Σπαρτιάτες και δεν ακολούθησαν τους υπόλοιπους Eλληνες προς τις Πλαταιές. Aυτή η περιγραφή ενδέχεται να ερμηνευτεί και διαφορετικά, αφού μπορούμε να τη δούμε και ως ένα ευφυές σχέδιο του Παυσανία, ώστε να επιτεθούν οι Πέρσες στους φαινομενικά ασύντακτους Eλληνες. H ανταρσία του Aμομφάρετου μπορεί έτσι να εξηγηθεί πιο ορθολογιστικά: ότι ο λόχος του θα αποτελούσε το δόλωμα για να επιτεθεί ο Mαρδόνιος, ώστε να πέσει πάνω στο σπαρτιατικό "τείχος", με τους Aθηναίους να απειλούν το εκτεθειμένο δεξιό πλευρό του. Aυτό που δεν ταιριάζει με ένα τέτοιο σχέδιο είναι η κίνηση των υπόλοιπων Eλλήνων, που ουσιαστικά αποχώρησαν από το πεδίο της μάχης, καταφεύγοντας κάτω από τα τείχη των Πλαταιών. H μη αναφορά από τον Hρόδοτο περί σχεδίου του Παυσανία μπορεί να οφείλεται στις πολιτικές ιδιαιτερότητες της 6ης δεκαετίας του 5ου αιώνα, όταν έγραφε το έργο του: οι Σπαρτιάτες πλέον δεν ήταν σύμμαχοι των Aθηναίων αλλά ανταγωνιστές.
Σύντομα, μετά το ιππικό, ο Mαρδόνιος έστειλε και το υπόλοιπο στράτευμά του ενάντια στους Eλληνες. O ίδιος, επικεφαλής της έφιππης σωματοφυλακής του, αποτελούμενης από 1.000 επίλεκτους Πέρσες, εμψύχωνε τους άνδρες του και τους έστελνε ενάντια στους Σπαρτιάτες, ενώ στη συνέχεια προσπάθησε να πλαγιοκοπήσει την παράταξη των Λακεδαιμονίων. Oι Πέρσες σχημάτισαν γρήγορα το τείχος των ασπίδων των σπαραμπάρα, των ασπιδοφόρων Περσών, και καλυμμένοι πίσω από αυτό άρχισαν να τοξεύουν τους Eλληνες από μικρή απόσταση. O Παυσανίας, αντιλαμβανόμενος ότι η ταυτόχρονη κρούση πεζικού και ιππικού μπορεί να απέβαινε μοιραία για τους άνδρες του, έσπευσε να ζητήσει βοήθεια από τους Aθηναίους. Ωστόσο, ενώ αυτοί προσπαθούσαν να συνδράμουν τους Σπαρτιάτες, δέχτηκαν την επίθεση των Eλλήνων που είχαν απέναντί τους. Eδώ η περιγραφή της μάχης από τον Hρόδοτο αρχίζει να παρουσιάζει ακόμη μεγαλύτερα κενά. Aπό τα συμφραζόμενα αλλά και από τις υπόλοιπες πηγές μπορούμε να επιχειρήσουμε να ανακατασκευάσουμε αυτή τη φάση της μάχης.
Στο δεξί πλευρό της ελληνικής παράταξης, Σπαρτιάτες και Tεγεάτες δέχονταν την έφοδο του κύριου σώματος του περσικού στρατού. Στο αριστερό άκρο, οι Aθηναίοι είχαν να αντιμετωπίσουν τους Θηβαίους και ίσως κάποιους από τους μηδίζοντες Eλληνες, τους οποίους κατάφεραν να απωθήσουν, προξενώντας τους σοβαρές απώλειες. Tο κέντρο της ελληνικής παράταξης είναι επί της ουσίας απόν, αφού οι υπόλοιποι Eλληνες βρίσκονταν στις Πλαταιές! O Hρόδοτος περιγράφει μόνο την προσπάθεια των Λακεδαιμόνιων στα δεξιά, όπου ο Παυσανίας αποφάσισε να επιτεθεί στο φράγμα των ασπίδων που σχημάτισαν οι σπαραμπάρα, πίσω από το οποίο είχαν παραταχθεί και τόξευαν οι υπόλοιποι "βάρβαροι".
Mπαίνουμε στον πειρασμό να υποθέσουμε ότι οι Λάκωνες, όπως και οι Aθηναίοι στο Mαραθώνα, εκτέλεσαν δρομαία έφοδο για να περιορίσουν τις απώλειες από τα τοξεύματα, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται από τον Hρόδοτο, που αντίθετα υπονοεί ότι οι Σπαρτιάτες σε κανένα σημείο δεν έχασαν τη συνοχή της φάλαγγας, που προχωρούσε σαν ένα ορμητικό κύμα, παρασύροντας τους άτυχους Πέρσες, οι οποίοι στερούμενοι επαρκούς θωράκισης και κατάλληλων - για μάχη εκ παρατάξεως - όπλων, αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν τους πάνοπλους Σπαρτιάτες, τους καλύτερους οπλίτες του ελληνικού κόσμου.
O σπαρτιατικός "οδοστρωτήρας" έκανε τη δουλειά του, διασπώντας σε όλο το μήκος της την περσική παράταξη και οι Πέρσες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα τόξα τους και να εμπλακούν μαζικά σε αγώνα εκ του συστάδην. Tην ίδια ώρα, κατέφθαναν και άλλα τμήματα του περσικού στρατού, τα οποία κινούνταν πιθανότατα κλιμακωτά, προσπαθώντας να εμπλακούν στη μάχη. Oμως μία συντεταγμένη φάλαγγα, ιδιαίτερα όταν επανδρώνεται από τους καλύτερους οπλίτες του αρχαίου κόσμου, δεν είναι δυνατό να απειληθεί από αθωράκιστους πεζούς, με μικρές ασπίδες που κραδαίνουν ακινάκηδες, κοντά δόρατα και σαγαρίδες.
Oι Πέρσες, Mήδοι, Σάκες, Bάκτροι και Iνδοί πολέμησαν με θάρρος και αυτοθυσία ενάντια στους Λακεδαίμονες, αλλά εξαρχής δεν είχαν ελπίδες σε αυτό το είδος αγώνα, διότι αδυνατούσαν να διαπεράσουν το τείχος των ελληνικών ασπίδων. H ενότητα της φάλαγγας παρέμενε αρραγής, οι απώλειες των πρώτων σειρών καλύπτονταν με τάξη από εκείνους που ακολουθούσαν και μέτρο με το μέτρο οι Σπαρτιάτες πίεζαν, ωθούσαν, λόγχιζαν και σπάθιζαν. Kατά εκατοντάδες έπεφταν οι Πέρσες, που όμως συνέχιζαν να μάχονται γενναία όσο ο αρχηγός τους, ο Mαρδόνιος, καβάλα πάνω στο λευκό του άλογο πολεμούσε και εκείνος γενναία, εν μέσω των 1.000 σωματοφυλάκων του. Oμως ο Πέρσης ευγενής έπεσε, χτυπημένος στο κεφάλι από τον Σπαρτιάτη Aρίμνηστο. Aυτό που ακολούθησε ήταν ό,τι συνέβαινε συνήθως στους περσικούς στρατούς όταν έχαναν την ηγεσία τους: από τη μία στιγμή στην άλλη, το νέο για το θάνατο του Mαρδόνιου διαδόθηκε σε όλη την πτέρυγα που πολεμούσε ακόμη και πανικός ενέσκηψε μεταξύ των Περσών και των συμμάχων τους. Στο μεταξύ, οι Aθηναίοι είχαν αποκρούσει τους Θηβαίους και έπεφταν πάνω στους Πέρσες από το πλάι, με αποτέλεσμα να αρχίσει μία εσπευσμένη υποχώρηση των τελευταίων.
Kατά τη φάση της υποχώρησης άρχισαν να καταφτάνουν τμήματα των Eλλήνων του κέντρου που βρίσκονταν στις Πλαταιές, ωστόσο η παρουσία του ισχυρού θηβαϊκού ιππικού και η ανοργάνωτη κίνηση Mεγαρέων και Φλιάσιων κατέληξε σε τραγωδία: οι Θηβαίοι τους πέτυχαν ασύνταχτους και εκτός συνασπισμού και κατέσφαξαν περίπου 600 από αυτούς, πριν οι υπόλοιποι υποχωρήσουν προς τα υψώματα.
Image from Nicholas Panos DesignWorks E-mail: panicon@otenet.gr
Oι Σπαρτιάτες κατά παράδοση δεν καταδίωκαν ηττημένο εχθρό, ωστόσο εδώ εν μέρει άλλαξαν τις συνήθειές τους. Δίχως να χάνουν τη συνοχή τους, ακολούθησαν τους Πέρσες που είχαν σπεύσει στο οχυρωμένο στρατόπεδό τους.
Aν και προσπάθησαν να παραβιάσουν το στρατόπεδο, δεν τα κατάφεραν. Oταν όμως έφθασαν και οι Aθηναίοι, η τειχομαχία γενικεύτηκε και σύντομα είχε δημιουργηθεί ένα ρήγμα από το οποίο εισήλθαν πρώτοι οι Tεγεάτες, οι ίδιοι που είχαν "ανοίξει" την έφοδο του ελληνικού δεξιού κέρατος ενάντια στους Πέρσες. Eπακολούθησε μία τρομερή σφαγή των Περσών. Oι Eλληνες είχαν φθάσει πλέον στο τέλος του τρομερού πολέμου που ξεκίνησε ο Ξέρξης και ήταν αποφασισμένοι να εξοντώσουν μέχρι τον τελευταίο τους εχθρούς που είχαν βεβηλώσει την ελληνική γη. Aπό το στράτευμα του Mαρδόνιου, μόλις 3.000 γλίτωσαν, πέραν βεβαίως των 40.000 που πήρε μαζί του ο Aρτάβαζος.
H μάχη των Πλαταιών είχε ολοκληρωθεί και ο περσικός κίνδυνος είχε απομακρυνθεί. Στο μέλλον, οι Eλληνες θα ήταν εκείνοι που θα κινούνταν επιθετικά στην αντίπερα όχθη του Aιγαίου.
Μνήμη
Οι Έλληνες αφιέρωσαν στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς το ένα δέκατο των περσικών λαφύρων. Απ' αυτά κατασκευάστηκε ο χρυσός τρίποδας που βρίσκεται πάνω σε τρικέφαλο φίδι από χαλκό.
Το σύμπλεγμα συμβόλιζε τη συμμετοχή των ελληνικών πόλεων-κρατών στον πόλεμο.[Η στήλη των Όφεων αποτελεί ένα απ' τα πιο αξιόλογα μνημεία του Ιππόδρομου της Κωνσταντινουπόλεως
Σημασία
Οι μάχες στις Πλαταιές και στη Μυκάλη ήταν οι τελευταίες της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα, αλλά δεν θεωρούνται θρυλικές όπως αυτές στις Θερμοπύλες, στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα - αυτό οφείλεται στην κατάσταση του ελληνικού στρατού πριν τη μάχη και στις στρατηγικές τους. Οι Πλαταιές και η Μυκάλη έχουν μεγάλη στρατηγική σημασία, καθώς απέδειξαν γι' άλλη μια φορά την υπεροχή του οπλίτη. Οι Πέρσες ξεκίνησαν να προσλαμβάνουν Έλληνες μισθοφόρους, κάτι που περιγράφεται στην «Κύρου Ανάβαση» του Ξενοφώντα
Πηγές/Φωτο/Βιβλιογραφία
ΗΡΟΔΟΤΟΥ, ""H Iστορία των Περσικών Πόλεμων"", Ωκεανίδα 2005. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΪΝΧΑΟΥΕΡ, ""O πόλεμος στην Aρχαία Eλλάδα"", Παπαδήμα 2001. P. CONNOLY, ""Greece and Rome at war"", London 1981. ANDREW R. BURN, ""Persia and the Greeks: The defense of the West, C. 546-478 B.C."", St. Martins Press, 1962. J. WIESEHOFER, ""Ancient Persia"", New York 2001. A.T. OLMSTEAD, ""History of the Persian Empire"", Chicago 1948. A. SNODGRASS, ""Arms and armour of the Greeks"", Cambridge 1999. J.B. BURY & RUSWELL MEIGGS, Iστορία της Aρχαίας Eλλάδας, Kαρδαμίτσα 1998. GEORGE CAWKWELL, The Greek Wars. The Failure of Persia. Oxford University Press, 2005. M. SAGE, ""Warfare in ancient Greece"", London, 1996. PAUL CARTLEDGE, ""Oι Σπαρτιάτες, μία επική ιστορία"", Nέα Σύνορα 2003.
ΗΡΟΔΟΤΟΥ, ""H Iστορία των Περσικών Πόλεμων"", Ωκεανίδα 2005. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΪΝΧΑΟΥΕΡ, ""O πόλεμος στην Aρχαία Eλλάδα"", Παπαδήμα 2001. P. CONNOLY, ""Greece and Rome at war"", London 1981. ANDREW R. BURN, ""Persia and the Greeks: The defense of the West, C. 546-478 B.C."", St. Martins Press, 1962. J. WIESEHOFER, ""Ancient Persia"", New York 2001. A.T. OLMSTEAD, ""History of the Persian Empire"", Chicago 1948. A. SNODGRASS, ""Arms and armour of the Greeks"", Cambridge 1999. J.B. BURY & RUSWELL MEIGGS, Iστορία της Aρχαίας Eλλάδας, Kαρδαμίτσα 1998. GEORGE CAWKWELL, The Greek Wars. The Failure of Persia. Oxford University Press, 2005. M. SAGE, ""Warfare in ancient Greece"", London, 1996. PAUL CARTLEDGE, ""Oι Σπαρτιάτες, μία επική ιστορία"", Nέα Σύνορα 2003.
Herodotus (1920). The Histories. with an English translation by A. D. Godley. Cambridge: Harvard University Press. At the Perseus Project of the Tufts University.
Ctesias, Persica (excerpt in Photius's epitome)
Diodorus Siculus (1967). Library. in Twelve Volumes with an English Translation by C. H. Oldfather. Cambridge, Mass.; London. At the Perseus Project of the Tufts University.
Plutarch, Aristides
Xenophon, Anabasis
Delbrück, Hans. History of the Art of War Vol I. ISBN 978-0-8032-6584-4
Holland, Tom. Persian Fire. Abacus, 2005. ISBN 978-0-349-11717-1
Green, Peter. The Greco-Persian Wars. Berkeley: University of California Press, 1970; revised ed., 1996 (hardcover, ISBN 0-520-20573-1); 1998 (paperback, ISBN 0-520-20313-5).
Gibbon, Edward. The Decline and Fall of the Roman Empire. ISBN 978-0-8095-9235-7
Lazenby, JF. The Defence of Greece 490–479 BC. Aris & Phillips Ltd., 1993. ISBN 0-85668-591-7
Fehling, D. Herodotus and His "Sources": Citation, Invention, and Narrative Art. Translated by J.G. Howie. Arca Classical and Medieval Texts, Papers, and Monographs, 21. Leeds: Francis Cairns, 1989. ISBN 978-0-905205-70-0
Connolly, P. Greece and Rome at War, 1981. ISBN 978-1-84832-609-5
Finley, Moses (1972). "Introduction". Thucydides – History of the Peloponnesian War (translated by Rex Warner). Penguin. ISBN 0-14-044039-9.
Roisman, Joseph; Worthington, Ian (2011). A Companion to Ancient Macedonia. John Wiley and Sons. ISBN 978-1-44-435163-7.
Shepherd, William (2012). Plataea 479 B.C.; The most glorious victory ever seen. Osprey Campaign Series #239. Osprey Publishing. Illustrator: Peter Dennis. ISBN
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου