MythologyMythologyDocumentariesFestivalspersonswarsBeutiful HellasArtFun

11.5.16

Δήλος


Η Δήλος βρίσκεται στην καρδιά των Κυκλάδων, μεταξύ της Μυκόνου, της Τήνου και της Σύρου και αποτελεί ένα στενό κομμάτι γης από σχιστόλιθο, που προβάλλει γυμνό από χώμα στην επιφάνεια του αρχιπελάγους. Δρομολόγια εκτελούνται καθημερινά από Μύκονο προς Δήλο, και υπάρχει θαλάσσια συγκοινωνία από το Λιμάνι της Χώρας Τήνου προς την Μύκονο και τη Δήλο.


Οι ανασκαφές, που άρχισαν το 1872 και συνεχίζονται ακόμη, έχουν αποκαλύψει το Ιερό και ένα μεγάλο μέρος της κοσμοπολίτικης ελληνιστικής πόλης.

Τα ευρήματα φυλάσσονται στο Μουσείο Δήλου και περιλαμβάνουν (ολόκληρα ή τμήματα) περίπου 30.000 αγγεία, ειδώλια, μικροαντικείμενα, 8.000 γλυπτά, 3.000 επιγραφές. Το μεγαλύτερο μέρος των γλυπτών και ένα μικρό μέρος των αγγείων και των μικροαντικειμένων εκτίθενται στις έντεκα αίθουσες του Μουσείου Δήλου.

Από το 1990 ολόκληρη το νησί έχει χαρακτηριστεί Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά και προστατεύεται από την UNESCO. Τα τελευταία χρόνια γίνεται ένα τεράστιο έργο συντήρησης και στερέωσης των μνημείων που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και το Ελληνικό Κράτος.

Δρ. Π. Ι. Χατζηδάκης (Έφορος Αρχαιοτήτων)

Η Οικία του Διονύσου, τέλη 2ου αι. π.Χ., Δήλος

Η Δήλος, μολονότι ένα από τα μικρότερα νησιά του Αιγαίου (6,85 τετρ. χλμ.), ήταν στην αρχαιότητα το διασημότερο και το ιερότερο απ' όλα τα νησιά επειδή, σύμφωνα με τον μύθο, εκεί γεννήθηκε ο Απόλλωνας-Ήλιος, θεός του ημερήσιου φωτός και η Άρτεμις-Σελήνη, θεά του νυχτερινού φωτός – δηλαδή εκεί γεννήθηκε το Φως, που για τους Έλληνες ήταν πάντα το πολυτιμότερο αγαθό.



Ιστορία



Υπολογίζεται ότι γύρω στο 90 π.Χ. στο μικρό αυτό νησί, που δεν είναι παρά μια κουκίδα στο χάρτη της Μεσογείου, κατοικούσαν περίπου 30.000 άνθρωποι. Από τις αναθηματικές επιγραφές και τα ταφικά μνημεία της Ρήνειας φαίνεται ότι εκτός από τους Αθηναίους και τους Ρωμαίους, που αποτελούν την πλειονότητα του πληθυσμού, στη Δήλο κατοικούν άνθρωποι από την Πελοπόννησο, την Κεντρική και Δυτική Ελλάδα, τη Μακεδονία, τα νησιά του Αιγαίου, τη Θράκη και τον Εύξεινο Ποντο, την Ταυρική Χερσόνησο, την Τρωάδα, τη Μυσία, την Αιολίδα, την Ιωνία, τη Λυδία, την Καρία, τη Λυκία, τη Βιθυνία, την Παφλαγονία, τον Πόντο, την Καππαδοκία, την Πισιδία, την Παμφυλία, την Κιλικία, τη Συρία, τη Μηδία, την Κύπρο, την Αίγυπτο, την Κυρήνη, την Αραβία. 

Όλοι αυτοί συνυπάρχουν ειρηνικά, υιοθετούν τον ελληνικό τρόπο ζωής, μιλούν και γράφουν ελληνικά, κατοικούν σε ελληνικά σπίτια, κτίζουν ιερά στα οποία λατρεύουν τους θεούς τους χωρίς κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα, εργάζονται και διασκεδάζουν μαζί, ενώ τα παιδιά τους φοιτούν στο ίδιο Γυμνάσιο, παίζουν και γυμνάζονται μαζί στις ίδιες παλαίστρες. 

Οι Έλληνες ποτέ δεν είχαν τον φανατισμό των μονοθεϊστικών θρησκειών. Ήταν πάντα πρόθυμοι να δεχθούν ότι ο θεός που λάτρευε ο γείτονάς τους ήταν κι αυτός θεός, πολύ συχνά μάλιστα ένας από τους δικούς τους θεούς με άλλο όνομα. Ο Απόλλωνας, μετά από κάποιους αρχικούς δισταγμούς, δέχεται να μοιραστεί την γενέτειρά του με τον Σάραπι , την Ίσιδα, τον Αρποκράτη και τον Άνουβι, με τον Θεό του Ισραήλ και τους θεούς των Αράβων, με την Ατάργατη και τον Αδάδ, τους θεούς της Ασκαλώνος και της Ιάμνειας. 

Έτσι για πρώτη ίσως φορά στην ανθρώπινη ιστορία σ’ αυτή τη μικρή γωνιά της γης συνυπάρχουν ειρηνικά όλοι σχεδόν οι λαοί της Μεσογείου. Τα πλοία που έφταναν διαρκώς στα λιμάνια της Δήλου δεν έφερναν μονάχα εμπορεύματα, αλλά και ανθρώπους και νέα και ιδέες από όλες σχεδόν τις παραλιακές πόλεις της Μεσογείου. Ο τότε κόσμος έμοιαζε να είναι μια μικρή γειτονιά γύρω από τη Μεσόγειο που τους ένωνε και μας ενώνει. Τη Μεσόγειο, όπου η μυστικιστική Ανατολή και η Δύση της δράσης και της προόδου συναντώνται με την Ελλάδα του λόγου, του μέτρου και της αρμονίας, το χώρο που ο νους κι η καρδιά συνυπάρχουν αρμονικά, όπου η αγάπη της ζωής και η υποταγή στο πεπρωμένο εξισορροπούνται. 



Σύντομη ιστορία της Δήλου 

Η Δήλος, μια βραχονησίδα, μόλις 5 χμ. μήκους και 1300 μ. πλάτους, ήταν στην αρχαιότητα Ιερό νησί, επειδή εδώ γεννήθηκε ο Απόλλωνας και η Άρτεμις, δύο από τους πιο σημαντικούς θεούς του Ελληνικού πανθέου. Βρίσκεται στην καρδιά του Αιγαίου, στο κέντρο των Κυκλάδων που σχηματίζουν κυκλικό χορό γύρω της - "εστ?α των ν?σων" την ονομάζει ο Καλλίμαχος (3ος αι. π.Χ.), δηλαδή βωμό και κέντρο των νησιών. 

Οι παλιότεροι κάτοικοι της Δήλου έκτισαν (γύρω στο 2.500 π.Χ.) τις ελλειψοειδείς καλύβες τους στην κορυφή του Κύνθου (113 μ. ύψος), από όπου, στις ταραγμένες και ανασφαλείς εκείνες εποχές, μπορούσαν εύκολα να εποπτεύουν και να ελέγχουν τη μικρή κοιλάδα και τη θάλασσα ολόγυρα. Οι Μυκηναίοι, που ήλθαν γύρω στα τέλη του 15ου αιώνα π.Χ., έχοντας ήδη εδραιώσει την κυριαρχία τους στο Αιγαίο, αισθάνθηκαν αρκετά ασφαλείς ώστε να εγκατασταθούν στην μικρή κοιλάδα πλάι στη θάλασσα. Το Απολλώνιο Ιερό, εδραιωμένο ήδη από τους Ομηρικούς χρόνους, έφθασε στη μεγαλύτερη ακμή του στη διάρκεια των αρχαϊκών (7ος-6ος αι. π.Χ.) και κλασικών (5ος-4ος αι. π.Χ.) χρόνων. Έλληνες απ’ όλο τον τότε ελληνικό κόσμο συγκεντρώνονταν στο νησί για να λατρέψουν τον θεό του φωτός Απόλλωνα και την δίδυμη αδελφή του Άρτεμη, θεά της Σελήνης. 

Από το τέλος του 5ου αι. π.Χ., υπήρχαν ήδη λίγες κατοικίες και αγροικίες γύρω από το Ιερό. H πόλη, που σήμερα αντικρίζει ο επισκέπτης, αναπτύχθηκε μέσα σε λίγες δεκαετίες μετά το 166 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι, που ρύθμιζαν πλέον τις τύχες του Αιγαίου, κήρυξαν ατέλεια για το λιμάνι της Δήλου. Πλούσιοι έμποροι, τραπεζίτες και εφοπλιστές απ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο εγκαταστάθηκαν στο νησί προσελκύοντας ένα μεγάλο πλήθος οικοδόμων, τεχνιτών, γλυπτών και ψηφωτών, που έκτισαν γι’ αυτούς πολυτελείς κατοικίες, διακοσμημένες με τοιχογραφίες, ψηφιδωτά δάπεδα και αγάλματα. Το μικρό νησί πολύ σύντομα έγινε το maximum emporium totius orbis terrarum (Festus), δηλαδή το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της οικουμένης. 

Υπολογίζεται ότι στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. σ’ αυτό το μικρό νησί, που δεν είναι παρά μια κουκίδα στο χάρτη της Μεσογείου, κατοικούσαν περίπου 30.000 άνθρωποι και ότι στα λιμάνια του ήταν δυνατόν να διακινηθούν κάθε χρόνο 750.000 τόνοι εμπορευμάτων. 

Ο πλούτος που συγκεντρώθηκε στο νησί και οι φιλικές σχέσεις των Δηλίων με τη Ρώμη ήταν η κύρια αιτία της καταστροφής. Η Δήλος καταστράφηκε και λεηλατήθηκε δυο φορές: το 88 π.Χ. από τον βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, που ήταν σε πόλεμο με τους Ρωμαίους, και το 69 π.Χ. από τους πειρατές του Αθηνόδωρου, σύμμαχου του Μιθριδάτη. Από τότε το νησί έπεσε σε παρακμή και σταδιακά εγκαταλείφθηκε. 

Οι ανασκαφές, που άρχισαν το 1872 και συνεχίζονται ακόμη, έχουν αποκαλύψει το Ιερό και ένα μεγάλο μέρος της κοσμοπολίτικης ελληνιστικής πόλης.


Περιγραφή
Η Δήλος, (αρχαία αττική διάλεκτος: Δῆλος και δωρική: Δᾶλος), είναι μικρή νήσος των Κυκλάδων, δυτικά της Μυκόνου. Στην αρχαιότητα υπήρξε ιδιαίτερα διάσημη ως γενέτειρα του θεού Απόλλωνα, εξ ου και η επωνυμία του Δήλιος και εκ τούτου σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο που εξελίχθηκε ομοίως και σε εμπορικό. Ο κάτοικος της Δήλου καλείται Δήλιος, ή Δηλιεύς (στον πληθυντικό Δήλιοι ή Δηλιείς, αντίστοιχα).

Σήμερα η νήσος Δήλος υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Μυκόνου. Ο πληθυσμός του, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, είναι 24 κάτοικοι, οι οποίοι ανήκουν κατά κύριο λόγο στο προσωπικό του αρχαιολογικού χώρου και του αρχαιολογικού μουσείου της Δήλου (φύλακες και διοικητικοί). Το νησί διαθέτει επίσης μικρό λιμανάκι στη δυτική του πλευρά, το οποίο εξυπηρετεί τα τουριστικά πλοιάρια που φέρνουν επισκέπτες για τον αρχαιολογικό χώρο. Τα περισσότερα αναχωρούν από τη γειτονική Μύκονο.

Με το όνομα Δήλες (στον πληθυντικό) φέρονται ομού, ως σύμπλεγμα νησίδων, η Δήλος και η γειτνιάζουσα βορειοδυτικά και μεγαλύτερη αυτής ερημονησίδα Ρήνεια, διακρινόμενες μεταξύ τους με τα ονόματα Μικρά Δήλος (η Δήλος) και Μεγάλη Δήλος ( η Ρήνεια). Στους παλαιότερους χάρτες των περιηγητών και οι δύο νησίδες αναφέρονται με το όνομα «Sdiles», εκ παραφθοράς της φράσης «εις Δήλες», ή «στις Δήλες».

Η Δήλος παρά το τέλος της αρχαίας ακμής της και της τελείας ερήμωσης που ακολούθησε φαίνεται πως ποτέ δεν λησμονήθηκε. Το όνομά της παρέμεινε σ' όλους τους μεταγενέστερους με αμείωτη φήμη και θαυμασμό. Έτσι με τις πρώτες μεσαιωνικές χαρτογραφήσεις του Αιγαίου η Δήλος υπήρξε από τις πρώτες περιοχές του ελλαδικού χώρου που προκάλεσαν το ενδιαφέρον ιστορικών ερευνητών και αρχαιολόγων για ανασκαφές, τη χρηματοδότηση των οποίων ανέλαβαν στη συνέχεια αυτοκράτορες και ευγενείς. Σημειώνεται ότι κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας όπου το ενδιαφέρον ήταν περισσότερο στραμμένο στο εμπόριο δεν αναπτύχθηκε καμία αρχαιολογική έρευνα. Πρώτος που επιχείρησε αρχαιολογική ανασκαφή στη Δήλο ήταν ο Ολλανδο-πρώσος στην καταγωγή, λόγιος αξιωματικός του ρωσικού στρατού, Pasch van Krienen, που τελούσε σε ειδική υπηρεσία, επί Αυτοκράτειρας Μεγάλης Αικατερίνης, το 1772, κατά την περίοδο που οι Κυκλάδες τελούσαν υπό ρωσική κατοχή. Ένα μεγάλο μέρος των ευρημάτων της πρώτης αυτής ανασκαφής κατέληξαν στην Αγία Πετρούπολη όπου και εκτίθενται σήμερα στο περίφημο μουσείο Ερμιτάζ, ενώ ένα άλλο μικρότερο μέρος κατέληξε στο Βουκουρέστι.
Το 1813 ο τότε τσάρος της Ρωσίας, μέσω του Ρώσου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Ανδρέα Ιταλίσκη, φέρεται να χρηματοδότησε τον Χρύσανθο εξ Ιωαννίνων, που διατελούσε σχολάρχης στη Μύκονο, για τη συγγραφή και έκδοση βιβλίου σχετικά με τις γλυπτές αρχαιότητες της Δήλου που ήταν μόνιμα καταφανείς στην επιφάνεια ή που είχαν βρεθεί τυχαία από γεωργούς. Η έκδοση όμως του εν λόγω βιβλίου ματαιώθηκε για άγνωστους λόγους, Πιθανολογείται ο κίνδυνος της αρπαγής των μνημείων που ενδεχομένως θα προκαλούσε. Κατά την ελληνική επανάσταση του 1821, όπου το φιλελληνικό ρεύμα στην Ευρώπη υπήρξε ιδιαίτερα έντονο, αρχαιολογικό ενδιαφέρον για τη Δήλο επέδειξε ο παρά τον Βασιλέα της Γαλλίας, Γάλλος αρχαιολόγος ευγενής Πέτρος - Λουδοβίκος 1ος δούκας της Μπλάκας, που όμως για άγνωστους λόγους ματαίωσε τη χρηματοδότηση των ανασκαφών. Το 1829 τα μέλη της «Expédition scientifique de Morée» επεχείρησαν μια μικρή ανασκαφή χωρίς όμως άξια λόγου αποτελέσματα. Η πρώτη καθαρά επιστημονική ανασκαφή στη Δήλο ξεκίνησε επί βασιλείας Γεωργίου του Α΄, το 1873, από τη Γαλλική αρχαιολογική σχολή Αθηνών.

Η Γαλλική Σχολή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1846 επί βασιλείας Όθωνα Α΄ και πρωθυπουργού Ιωάννη Κωλέττη, αρχηγού του γαλλικού κόμματος. μετά από συνεννοήσεις που είχε ο δεύτερος με τον τότε πρέσβη της Γαλλίας στην Αθήνα Θ. Πισκατορύ, στα πλαίσια σύσφιξης των πολιτικών και πολιτιστικών σχέσεων του νεοσύστατου Βασιλείου της Ελλάδος με την Γαλλία. Έτσι περίπου 30 χρόνια αργότερα, το 1873, ξεκινούν οι ανασκαφές στη Δήλο υπό τον Γάλλο εταίρο της Σχολής Α Lebègue που συνεχίστηκαν μέχρι το 1877, το έργο του οποίου συνέχισε για πολύ λίγο ο Έλληνας αρχαιολόγος Π. Στανατάκηςμ υπάλληλος τότε της Ελληνικής αρχαιολογικής εταιρείας που είχε ιδρυθεί στην Αθήνα από το 1837. Από το 1877 τις ανασκαφές της Δήλου συνέχισε ο τότε εταίρος και στη συνέχεια διευθυντής της Γαλλικής Σχολής Θεόφιλος Ομόλ () ο οποίος και τις συνέχισε μέχρι το 1880. Από το 1881 μέχρι το 1894 τις ανασκαφές και μελέτες αυτών συνέχισαν διάφοροι άλλοι εταίροι της Σχολής, Το 1894 οι ανασκαφές της Δήλου διακόπηκαν λόγω στροφής του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος της Σχολής στους Δελφούς μέχρι το 1902.
Το 1902 η Σχολή επανεκίνησε τις ανασκαφές στη Δήλο αυτή τη φορά συστηματικότερα και μεθοδικότερα μετά από μια γενναία χορηγία που της δόθηκε, για το σκοπό αυτό, από τον δούκα του Λουμπάτ που έφθανε τα 50.000 χρυσά φράγκα ετησίως. Οι δε ανασκαφές που ακολούθησαν αδιάκοπα μέχρι το 1914 τελούνταν υπό την εποπτεία των διευθυντών της Σχολής, αρχικά από τον Θ. Ομόλ και ακολούθως από τον Μ. Ολεώ. και από μια σειρά άλλων αρχαιολόγων εταίρων της Σωολής. Το 1914 οι ανασκαφές διακόπηκαν λόγω του τότε μεγάλου πολέμου. Μετά τη λήξη του πολέμου και χωρίς πλέον τη χορηγία του δούκα του Λαμπάτ η Σχολή ενήργησε μικρές συμπληρωματικές ανασκαφές υπό τους νέους διευθυντές της, αρχικά από τον Κάρολο Πικάρ και τον μετέπειτα Πέτρο Ρουσέλ καθώς και με άλλους εταίρους και τον αρχιτέκτονα Ιωσήφ Ρεπλά. Έκτοτε οι έρευνες κι οι μελέτες που ακολούθησαν υπήρξαν ιδιαίτερα σπουδαίες.

Παράλληλα με τις ανασκαφές και μελέτες επί των ευρημάτων της Δήλου, υπο της Γαλλικής Σχολής, επί των αρχαιοτήτων της νήσου εργάστηκαν και μελέτησαν πολλοί Έλληνες αρχαιολόγοι είτε ως επόπτες των ανασκαφών εκ μέρους του ελληνικού κράτους και έφοροι αρχαιοτήτων, είτε ως διευθυντές του πλούσιου σε εκθέματα αρχαιολογικού μουσείου της Δήλου. Μεταξύ αυτών υπήρξαν οι παλαιότεροι έφοροι όπως ο Π. Καββαδίας (1880 και 1882), ο Δ. Φίλιος (1881), ο Δ. Σταυρόπουλος (επί συνεχή 13 έτη, 1894-1907), ο Α. Κεραμόπουλος (1908) και ακολούθως ο Δ. Πίππας επί συνεχή εικοσαετία, _1909 - 1929) . Ειδικότερα ο τελευταίος εργάσθηκε επισταμένα σε ανασκαφές στη Ρήνεια και ειδικότερα στη Δήλο με αφορμή την ανάγκη που σημειώθηκε για την επίχωση κάποιων ελών της νήσου. Τούτους ακολούθησαν πολλοί άλλοι νεότεροι ερευνητές αρχαιολόγοι.
Από τις παραπάνω μακροχρόνιες και πολυδάπανες ανασκαφές, έρευνες και μελέτες των Γάλλων αρχαιολόγων και των συντονισμένων παράλληλα προσπαθειών των Ελλήνων συναδέλφων τους υπήρξαν μεγάλες και σπουδαίες αρχαιολογικές δημοσιεύσεις με τις οποίες αναπλάστηκε επί το ακριβέστερο η αρχαία πολιτική και μνημειολογική ιστορία της Δήλου, καθώς και ευρύτερα των Κυκλάδων.

Μνημεία


Ο σύγχρονος επισκέπτης αποβιβάζεται σε μια μικρή τεχνητή χερσόνησο ανάμεσα στο Ιερό Λιμάνι  σκεπασμένο κατά το μεγαλύτερο μέρος σήμερα από τα μπάζα των ανασκαφών της Γαλλικής Σχολής στις αρχές του 20ου αιώνα - και στα Εμπορικά Λιμάνια . 

 Περνώντας από την στην Πλατεία των Κομπεταλιαστών , μια από τις αγορές της αρχαίας πόλης με δύο ναίσκους του Ερμή, και ακολουθώντας την Ιερή Οδό  που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο στοές  φθάνει στα Προπύλαια του Ιερού. Αμέσως δεξιά των Προπυλαίων είναι ο Οίκος των Ναξίων. και η τεράστια μαρμάρινη βάση του κολοσσικού αγάλματος του Απόλλωνα, τμήματα του οποίου μπορεί να δει κανείς στο είναι Ιερό της Άρτεμης . 
Βόρεια από τη βάση είναι οι τρεις ναοί του Απόλλωνα , και απέναντι τους ο Κερατών, πανάρχαιος βωμός που, σύμφωνα με την παράδοση, οικοδομήθηκε από τον ίδιο τον Απόλλωνα. Οι πέντε Οίκοι ή Θησαυροί (24-28), στέγαζαν πολύτιμα αφιερώματα των πόλεων. H Στοά που αφιέρωσε στο θεό ο βασιλιάς των Μακεδόνων Αντίγονος Γονατάς γύρω στο 250 π.Χ. αποτελεί το βόρειο όριο του Ιερού. Στο Ιερό περιλαμβάνονται επίσης τα διοικητικά κτήρια της πόλης: το Βουλευτήριον, το Πρυτανείον και το Εκκλησιαστήριον . 
Πρυτανείον
Το μακρόστενο Μνημείο με τους Ταύρους  οικοδομήθηκε στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. για να στεγάσει μια τριήρη, αφιέρωμα του Δημήτριου του Πολιορκητή. 

Η βόρεια έξοδος του Ιερού είναι ανάμεσα στη Γραφή και το Εκκλησιαστήριο. Στο Δωδεκάθεο βρέθηκαν σημαντικά αρχαϊκά αγάλματα θεών, που μπορεί κανείς να δει στο Μουσείο. Απέναντι στο Μνημείο του Γρανίτη είναι το Λητώον, ναός του 6ου αι. π.Χ. αφιερωμένος στη μητέρα των δύο θεών, και πίσω από αυτό η Αγορά των Ιταλών, χώρος συνάντησης των Ιταλών εμπόρων, που οικοδομήθηκε γύρω στο 100 π.Χ.
Αγορά των Ιταλών

 Οι Λέοντες, αφιέρωμα των Ναξίων γύρω στο 600 π.Χ., ήταν τοποθετημένοι στη μια πλευρά της λεωφόρου που ξεκινούσε από το αρχαϊκό λιμάνι του Σκαρδανά και οδηγούσε στο Ιερό. Στο μεγάλο κτήριο στεγαζόταν ο σύλλογος εμπόρων τραπεζιτών και πλοιοκτητών από την Βηρυτό. Βορειότερα είναι μία από τις νεότερες συνοικίες της αρχαίας πόλης. 

α μαγαζιά στα ανατολικά του Ιδρύματος των Ποσειδωνιαστών και στην Αγορά της Λίμνης είναι εργαστήρια, αρτοπώλια και οινοπώλια.
Οικία της Λίμνης 
Η Οικία της Λίμνης  είναι ένα τυπικό παράδειγμα κατοικίας του τέλους του 2ου αι. π.Χ. Τα δωμάτια αναπτύσσονται γύρω από μια κεντρική υπαίθρια αυλή που περιβάλλεται από στοές. Κάτω από το κεντρικό τμήμα της αυλής υπάρχει μεγάλη δεξαμενή στην οποία συγκεντρωνόταν το νερό της βροχής από τη στέγη. Στο ισόγειο είναι οι χώροι υποδοχής και εστίασης, το μαγειρείο, το αποχωρητήριο, άλλοι βοηθητικοί χώροι του σπιτιού και τα δωμάτια των σκλάβων. Στον επάνω όροφο ήταν τα ιδιαίτερα δωμάτια των ιδιοκτητών και τα δωμάτια των γυναικών. Κοντά στην Οικία της Λίμνης είναι η Παλαίστρα του Γρανίτη και η Παλαίστρα της Λίμνης. Και οι δύο Παλαίστρες αποτελούνται από μια κεντρική αυλή γύρω από την οποία είναι στοές, χώροι άθλησης, εξέδρες για συζητήσεις, αποδυτήρια, λουτρά, αποχωρητήρια κλπ. 


Περνώντας πλάι στην Ιερή Λίμνη, που επιχώθηκε το 1925, μετά από μια επιδημία ελονοσίας, και την Αγορά των Ιταλών φθάνουμε στην μεγάλη λεωφόρο βόρεια του Ιερού. Οι επισκέπτες που έχουν περισσότερο χρόνο μπορούν, συνεχίζοντας αυτό το δρόμο προς τα ανατολικά, να επισκεφθούν το Αρχηγέσιον, το Γυμνάσιον, το Στάδιον, τη Συνοικία του Σταδίου και τη Συναγωγή.


Η Μινώα Κρήνη ήταν ένα στεγασμένο τετράγωνο πηγάδι του 6ου αι. π.Χ. Απέναντι από το ανατολικό άκρο της Στοάς του Αντιγόνου ο Καρύστιος, ο οποίος είχε νικήσει ως χορηγός θεατρικής παράστασης (γύρω στο 300 π.Χ.) αφιέρωσε στο Διόνυσο ένα φαλλό πάνω σε ψηλή βάση με ανάγλυφες παραστάσεις του θεού και των συνοδών του. Τον 2ο αιώνα διαμορφώθηκε πλάι στη βάση ο ναΐσκος του θεού με μορφή απλής εξέδρας και τοποθετήθηκε συμμετρικά ένας δεύτερος φαλλός στο άλλο άκρο. Στο εσωτερικό της εξέδρας ήταν τοποθετημένο άγαλμα γυμνού Διόνυσου, καθισμένου νωχελικά σε θρόνο, ανάμεσα σε δύο αγάλματα ηθοποιών με κουστούμι Παπποσιληνού (Μουσείο). Βόρεια του μνημείου είναι κατοικίες και καταστήματα και ο δρόμος που οδηγεί στο Μουσείο Δήλου, στο οποίο φυλάσσονται τα ευρήματα από τις ανασκαφές Δήλου, που περιλαμβάνουν (ολόκληρα ή τμήματα) περίπου 30.000 αγγεία, ειδώλία, μικροαντικείμενα, 8.000 γλυπτά, 3.000 επιγραφές. Το μεγαλύτερο μέρος των γλυπτών και ένα μικρό μέρος των αγγείων και των μικροαντικειμένων εκτίθενται στις έντεκα αίθουσες του Μουσείου.


Στα νότια του Μουσείου ένα σύγχρονο μονοπάτι, κατασκευασμένο πάνω από τις συνοικίες που δεν έχουν ανασκαφεί, οδηγεί στο Ιερό των Συρίων Θεών (86) και το Ιερό των Αιγυπτίων Θεών. Ο ναΐσκος που διακρίνεται από μακριά είναι ο Ναός της Ίσιδας με το άγαλμα της Θεάς ακόμη στο εσωτερικό του. Το Ιερό της Ήρας είναι σε ένα ειδικά διαμορφωμένο άνδηρο στους πρόποδες του Κύνθου. Στην πλαγιά του λόφου είναι το Ιερό της Αγαθής Τύχης και το Άντρο του Ηρακλή, μια φυσική χαράδρα στεγασμένη με τεράστιους γρανιτόλιθους. Μια μεγάλη σκάλα, εν μέρει λαξευμένη στο φυσικό βράχο, οδηγεί στην κορυφή του Κύνθου, στο Ιερό του Δία και της Αθηνάς, απ όπου έχει κανείς μια εξαιρετική θέα στις Κυκλάδες ολόγυρα.


Η Οικία με τα Δελφίνιακαι η Οικία με τα Προσωπείαείναι πλούσιες ιδιωτικές κατοικίες με θαυμάσια ψηφιδωτά δάπεδα. Μετά τον Ξενώνα και το Θέατρο με την εντυπωσιακή δεξαμενή, μπαίνει κανείς στον κεντρικό δρόμο της συνοικίας του Θεάτρου, της παλιότερης συνοικίας της αρχαίας πόλης. Η Οικία με την Τρίαινα είναι η πλούσια κατοικία ενός εμπόρου ή πλοιοκτήτη. Στην Οικία με τον Διόνυσο βρέθηκε το εξαιρετικό ψηφιδωτό του θεού Διόνυσου που ιππεύει μια τίγρη (Μουσείο), ενώ στην Οικία της Κλεοπάτρας σώζονται τα αγάλματα των ιδιοκτητών. 

Οικία της Κλεοπάτρας
Ο στενός, πλακοστρωμένος δρόμος οδηγεί πίσω στην Αγορά των Κομπεταλιαστών, απ’ όπου ξεκίνησε η περιήγηση. 
Ναός της Ηρας

Ναος της Ισιδας



Συναγωγή της Δήλου


Πηγές / Βιβλιογραφία / Φωτογραφίες
(Ανώνυμο) «Παρατηρήσεις επί των νήσων Δήλου και Ρηνείας και περί εμπορίας παρά τινος των εμπορευομένων Ελλήνων» - Σύρος 1829
Γ. Γρυπάρης «Υπόμνημα περί των εις την Μύκονον ανηκουσών ερημονήσων» - Αθήναι 1862
Γαλλική Σχολή Αθηνών «Bulletine de correspondance hellenique» (BCH)
Γαλλική Σχολή Αθηνών «;;Comptes renduw des seances de l' Academie des inscriptions et beliesletres» (CRAI)
Α Lebègue: «Recherches sur Délos» - Paris 1876
V. von Schoeffer: «Deli insulae rebus» (Berliner Studien, IX) - Berlin 1879
P. J. Chatzidakis
Thucydides, I,8.
Thucydides, III,104.
Thucydides, I,96.
whc.unesco.org
Zde 
Th. Homolie: «De antiquissimis Diane simulactis deliacis» - Paris 1885
Th. Homolie: «Les archives de l'intendance sacree a Délos» - Paris 1887
Χρ. Σ. Δουκάκης «Εκδρομή εις Δήλον - Τα Δήλια» - Σύρος (Ημερολόγιο Γυμνασίου Σύρου) 1889 σ.180-186
https://www.efa.gr/index.php/en/recherche/sites-de-fouilles/cyclades/delos
Π. Γ. Ζερλέντης «Η Επισκοπή Δήλου» 1907 («Εκκλησιαστική Αλήθεια» τ.ΚΗ΄, σ.279-282, και 303-305) 1907
Ι. Βελανιδιώτης «Αι επισκοπαί Παροναξίας και Δήλου» 1907 {Ιερομνήμων Βόλου 1907, σ.7)
Jen Richer «Delphes - Délos et Comes», Ed. Julliard - Paris 1970
P. Roussel «Délos» - Paris 1925
«Δήλος: Η ιέρεια του Αιγαίου». Ειδικό αφιέρωμα περιοδικού Γεωτρόπιο τεύχος 79 σ. 66-73 (Οκτ. 2001)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ancient Hellas: New banner

Ancient Hellas: New banner

Δημοφιλείς αναρτήσεις