Η Ερέτρια είναι μία από τις αρχαιότερες πόλεις της Ελλάδας,της οποίας η πρώτη κατοίκηση χάνεται στα βάθη των αιώνων. Στο χώρο της υπήρχε ζωή τουλάχιστον από τη μυκηναϊκή περίοδο και ειδικά από το 1400 π.Χ.
Για πρώτη φορά μνημονεύεται ως "Ειρέτρια" από τον Όμηρο στη Β΄ Ραψωδία της Ιλιάδας στον κατάλογο των πλοίων, που πήραν μέρος στην Τρωική εκστρατεία. Η πόλη κατοικήθηκε από τους ιωνικής καταγωγής Άβαντες και ίδρυσε αποικίες στη Χαλκιδική,τη Θράκη, την Κέρκυρα, αλλά και στην Κάτω Ιταλία και Σικελία (Μεγάλη Ελλάδα).
Αργότερα ήρθε σε σύγκρουση με τη Χαλκίδα για την κατοχή του Ληλαντίου πεδίου, της πεδιάδας δηλαδή που χωρίζει τις δυο πόλεις. Ο πόλεμος αυτός ίσως να αποτελεί την πρώτη σύγκρουση μεταξύ ελληνικών πόλεων που καταγράφεται στην ιστορία. Σύμφωνα με τον ιστορικό Θουκυδίδη (460 - 400 π.Χ.), οι ελληνικές πόλεις χωρίστηκαν στα δύο και τάχτηκαν με το ένα ή το άλλο μέρος. Ως σύμμαχοι των Xαλκιδέων αναφέρονται οι Κορίνθιοι, οι Σπαρτιάτες, οι Eρυθρείς, οι Θεσσαλοί και οι Σάμιοι και των Eρετριέων οι Μεγαρείς, οι Χίοι, οι Μεσσήνιοι, οι Αργείοι και οι Mιλήσιοι. Η παράδοση θέλει νικήτρια τη Χαλκίδα στο μακροχρόνιο αυτό πόλεμο. Το γεγονός όμως ότι η Ερέτρια ακμάζει ιδιαίτερα στη συνέχεια δημιουργεί επιχειρήματα για την υποστήριξη και της αντίθετης άποψης.
Ιστορία
Στην εύφορη πεδιάδα, που πλαισιώνεται από τους λόφους Βουδόχη στα δυτικά και Ζερβούνι στα ανατολικά, νοτιοδυτικά της Χαλκίδας και απέναντι από τον αττικό Ωρωπό, βρίσκεται η Ερέτρια, η «κωπηλάτις πόλις» των αρχαίων (αφού το όνομά της προέρχεται από το ρήμα ερέττω, δηλαδή κωπηλατώ). Η Ερέτρια ήταν σπουδαία ναυτική δύναμη της Ελλάδας ήδη από τον 8ο αι. π.Χ., με πολλές αποικίες στις ακτές του Αιγαίου, στα νησιά και στη Μεγάλη Ελλάδα.
Τα αρχαιότερα ίχνη κατοίκησης στην περιοχή χρονολογούνται στα τέλη της νεολιθικής εποχής και περιορίζονται μόνο σε θραύσματα κεραμικής, που δε σχετίζονται με οικοδομικά λείψανα, αλλά δείχνουν επαφές των κατοίκων της περιοχής με το Αιγαίο και το Βορρά. Κατά την πρωτοελλαδική και μεσοελλαδική περίοδο ο οικισμός, από τον οποίο σώζονται ελάχιστα οικοδομικά λείψανα, αναπτύχθηκε στην περιοχή μεταξύ του ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνα και της αγοράς της μεταγενέστερης πόλης, αλλά και επάνω στην ακρόπολη. Σημαντικό εύρημα αποτελεί ένας κεραμικός κλίβανος, που αποδεικνύει την ύπαρξη βιοτεχνικών εγκαταστάσεων μέσα στον οικισμό. Τα λιγοστά ευρήματα των μυκηναϊκών χρόνων υποδεικνύουν το υψηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων, που επιβεβαιώνεται και από την αναφορά των Ερετριέων στον κατάλογο νηών του Ομήρου, αν και δεν φαίνεται ότι στην περίοδο αυτή η Ερέτρια ήταν σημαντικό κέντρο.
Από τον 8ο αι. π.Χ. η Ερέτρια άρχισε να αποκτά αστικό χαρακτήρα. Η μυκηναϊκή οχυρωμένη ακρόπολη χρησιμοποιήθηκε για την εγκατάσταση των ιερών και ο κεντρικός πυρήνας της πόλης μεταφέρθηκε στην αγορά, που βρισκόταν νοτιότερα. Η Ερέτρια συμμετείχε ενεργά στον Α΄ αποικισμό των Ελλήνων, ιδρύοντας αποικίες στο Βορρά (Παντικάπαιον και Φαναγόρεια στην Κριμαία), αλλά και στη Δύση (ίδρυση των Πιθηκουσών στην Ιταλία και εποικισμός της Κέρκυρας) και εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό κέντρο, που είχε επαφές με την ανατολική Μεσόγειο, όπως δείχνει η ερετριακή κεραμική που βρέθηκε στις ακτές της Μικράς Ασίας, στις συροφοινικικές ακτές και στην Κύπρο. Η επέκταση της Ερέτριας προς όλες τις κατευθύνσεις ανησύχησε τη Χαλκίδα, και οδήγησε τις δύο πόλεις στο γνωστό Ληλάντιο πόλεμο (Ηρόδ., 5.99 και Θουκ., 1.15.3).
Παρά την κακή έκβαση του Ληλαντίου πολέμου, η άνθηση της πόλης συνεχίσθηκε και στην αρχαϊκή περίοδο και η Ερέτρια συμμετείχε ενεργά και στο Β΄ αποικισμό. Στο γ΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. έκοψε δικά της νομίσματα, ενώ στα τέλη του 6ου αι. το πολίτευμά της έγινε δημοκρατικό και η ανάπτυξή της γνώρισε νέα ώθηση. Το 494 π.Χ. βοήθησε τη Μίλητο στην εξέγερσή της εναντίον των Περσών (Ηρόδ., 6.99, 7.101, Στράβ. 3.448.5, Παυσ., 7.10.2), γεγονός που οδήγησε στην καταστροφή της από τους Δάτη και Αταφέρτη τέσσερα χρόνια αργότερα, το 490 π.Χ. Έλαβε μέρος στο πλευρό των Ελλήνων στη ναυμαχία του Αρτεμισίου και στις συγκρούσεις της Σαλαμίνας και των Πλαταιών. Συμμετείχε στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία, αλλά το 411 π.Χ. αποτίναξε την αθηναϊκή ηγεμονία και ανέκαμψε οικονομικά. Τότε ενισχύθηκε το τείχος που προστάτευε την πόλη, οικοδομήθηκαν νέες κατοικίες και μεγαλοπρεπή δημόσια κτίσματα, όπως η δυτική πύλη και το θέατρο. Κατά τον 4ο αι. π.Χ. η πόλη κυβερνήθηκε από τυράννους, που άλλοτε ακολουθούσαν φιλοαθηναϊκή και άλλοτε φιλοθηβαϊκή πολιτική.
Το 338 π.Χ. μετά την μάχη της Χαιρώνειας η Ερέτρια βρέθηκε υπό την κυριαρχία των Μακεδόνων και στην πόλη ξεκίνησε μια νέα περίοδος άνθησης, οικονομικής και πολιτιστικής. Τα τείχη επισκευάσθηκαν και διευρύνθηκαν, κτίσθηκαν πολλά ιδιωτικά και δημόσια κτήρια, αναπτύχθηκαν εργαστήρια κοροπλαστικής και το θέατρο απέκτησε την τελική του μορφή. Τότε οικοδομήθηκαν το άνω γυμνάσιο και το στάδιο, καθώς και ακόμη ένα γυμνάσιο ή παλαίστρα κοντά στο λιμάνι, που πιθανόν περιλάμβανε και ναό της Ειλειθυίας. Η αγορά πλαισιώθηκε από στοές στις τέσσερις πλευρές της και εμπλουτίσθηκε με πλήθος μνημείων, με κυριότερο τη θόλο, ιερά και κρηναία κτίσματα. Στην Ερέτρια έζησαν ο ζωγράφος Φιλόξενος, που φιλοτέχνησε τον ζωγραφικό πίνακα με τη μάχη της Ισσού, ο τραγικός ποιητής Αχαιός, ο φιλόσοφος Μενέδημος, ιδρυτής της Ερετριακής Σχολής, ενώ εδώ διέμειναν για ένα διάστημα και οι Μακεδόνες βασιλείς Κάσσανδρος, Δημήτριος Πολιορκητής και Αντίγονος Γονατάς. Το 198 π.Χ. η πόλη κυριεύθηκε και καταστράφηκε από τους Ρωμαίους και από τότε ξεκίνησε η παρακμή της. Το 87 π.Χ. συμμάχησε με το βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη εναντίον των Ρωμαίων, οι οποίοι την κατέστρεψαν για δεύτερη φορά ένα χρόνο αργότερα. Η πόλη εγκαταλείφθηκε και σταδιακά ερημώθηκε.
Πληροφορίες για την αρχαία Ερέτρια στα νεότερα χρόνια έδωσε πρώτος ο Κυριακός από την Αγκώνα το 1436, ο οποίος σχεδίασε τις αρχαιότητες του χώρου. Αργότερα και άλλοι ξένοι περιηγητές επισκέφθηκαν την περιοχή και έδωσαν πληροφορίες για την αρχαία πόλη (Coronelli, W.M. Leake, R. Cockerell, L. Ross). Οι πρώτες ανασκαφές στο χώρο έγιναν από το Χρ. Τσούντα το 1885 και από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή κατά την περίοδο 1891-1895. Ο Κ. Κουρουνιώτης και λίγο αργότερα ο Ι. Παπαδάκης συνέχισαν την ανασκαφική έρευνα, ενώ από τις αρχές του 20ού αιώνα τις ανασκαφές ανέλαβαν η Αρχαιολογική Υπηρεσία και η Αρχαιολογική Εταιρεία. Από το 1962 το δυτικό τομέα της πόλης με το ναό του Δαφνηφόρου Απόλλωνα ανασκάπτει η Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή.
Τα αρχαιότερα ίχνη κατοίκησης στην περιοχή χρονολογούνται στα τέλη της νεολιθικής εποχής και περιορίζονται μόνο σε θραύσματα κεραμικής, που δε σχετίζονται με οικοδομικά λείψανα, αλλά δείχνουν επαφές των κατοίκων της περιοχής με το Αιγαίο και το Βορρά. Κατά την πρωτοελλαδική και μεσοελλαδική περίοδο ο οικισμός, από τον οποίο σώζονται ελάχιστα οικοδομικά λείψανα, αναπτύχθηκε στην περιοχή μεταξύ του ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνα και της αγοράς της μεταγενέστερης πόλης, αλλά και επάνω στην ακρόπολη. Σημαντικό εύρημα αποτελεί ένας κεραμικός κλίβανος, που αποδεικνύει την ύπαρξη βιοτεχνικών εγκαταστάσεων μέσα στον οικισμό. Τα λιγοστά ευρήματα των μυκηναϊκών χρόνων υποδεικνύουν το υψηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων, που επιβεβαιώνεται και από την αναφορά των Ερετριέων στον κατάλογο νηών του Ομήρου, αν και δεν φαίνεται ότι στην περίοδο αυτή η Ερέτρια ήταν σημαντικό κέντρο.
Από τον 8ο αι. π.Χ. η Ερέτρια άρχισε να αποκτά αστικό χαρακτήρα. Η μυκηναϊκή οχυρωμένη ακρόπολη χρησιμοποιήθηκε για την εγκατάσταση των ιερών και ο κεντρικός πυρήνας της πόλης μεταφέρθηκε στην αγορά, που βρισκόταν νοτιότερα. Η Ερέτρια συμμετείχε ενεργά στον Α΄ αποικισμό των Ελλήνων, ιδρύοντας αποικίες στο Βορρά (Παντικάπαιον και Φαναγόρεια στην Κριμαία), αλλά και στη Δύση (ίδρυση των Πιθηκουσών στην Ιταλία και εποικισμός της Κέρκυρας) και εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό κέντρο, που είχε επαφές με την ανατολική Μεσόγειο, όπως δείχνει η ερετριακή κεραμική που βρέθηκε στις ακτές της Μικράς Ασίας, στις συροφοινικικές ακτές και στην Κύπρο. Η επέκταση της Ερέτριας προς όλες τις κατευθύνσεις ανησύχησε τη Χαλκίδα, και οδήγησε τις δύο πόλεις στο γνωστό Ληλάντιο πόλεμο (Ηρόδ., 5.99 και Θουκ., 1.15.3).
Παρά την κακή έκβαση του Ληλαντίου πολέμου, η άνθηση της πόλης συνεχίσθηκε και στην αρχαϊκή περίοδο και η Ερέτρια συμμετείχε ενεργά και στο Β΄ αποικισμό. Στο γ΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. έκοψε δικά της νομίσματα, ενώ στα τέλη του 6ου αι. το πολίτευμά της έγινε δημοκρατικό και η ανάπτυξή της γνώρισε νέα ώθηση. Το 494 π.Χ. βοήθησε τη Μίλητο στην εξέγερσή της εναντίον των Περσών (Ηρόδ., 6.99, 7.101, Στράβ. 3.448.5, Παυσ., 7.10.2), γεγονός που οδήγησε στην καταστροφή της από τους Δάτη και Αταφέρτη τέσσερα χρόνια αργότερα, το 490 π.Χ. Έλαβε μέρος στο πλευρό των Ελλήνων στη ναυμαχία του Αρτεμισίου και στις συγκρούσεις της Σαλαμίνας και των Πλαταιών. Συμμετείχε στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία, αλλά το 411 π.Χ. αποτίναξε την αθηναϊκή ηγεμονία και ανέκαμψε οικονομικά. Τότε ενισχύθηκε το τείχος που προστάτευε την πόλη, οικοδομήθηκαν νέες κατοικίες και μεγαλοπρεπή δημόσια κτίσματα, όπως η δυτική πύλη και το θέατρο. Κατά τον 4ο αι. π.Χ. η πόλη κυβερνήθηκε από τυράννους, που άλλοτε ακολουθούσαν φιλοαθηναϊκή και άλλοτε φιλοθηβαϊκή πολιτική.
Το 338 π.Χ. μετά την μάχη της Χαιρώνειας η Ερέτρια βρέθηκε υπό την κυριαρχία των Μακεδόνων και στην πόλη ξεκίνησε μια νέα περίοδος άνθησης, οικονομικής και πολιτιστικής. Τα τείχη επισκευάσθηκαν και διευρύνθηκαν, κτίσθηκαν πολλά ιδιωτικά και δημόσια κτήρια, αναπτύχθηκαν εργαστήρια κοροπλαστικής και το θέατρο απέκτησε την τελική του μορφή. Τότε οικοδομήθηκαν το άνω γυμνάσιο και το στάδιο, καθώς και ακόμη ένα γυμνάσιο ή παλαίστρα κοντά στο λιμάνι, που πιθανόν περιλάμβανε και ναό της Ειλειθυίας. Η αγορά πλαισιώθηκε από στοές στις τέσσερις πλευρές της και εμπλουτίσθηκε με πλήθος μνημείων, με κυριότερο τη θόλο, ιερά και κρηναία κτίσματα. Στην Ερέτρια έζησαν ο ζωγράφος Φιλόξενος, που φιλοτέχνησε τον ζωγραφικό πίνακα με τη μάχη της Ισσού, ο τραγικός ποιητής Αχαιός, ο φιλόσοφος Μενέδημος, ιδρυτής της Ερετριακής Σχολής, ενώ εδώ διέμειναν για ένα διάστημα και οι Μακεδόνες βασιλείς Κάσσανδρος, Δημήτριος Πολιορκητής και Αντίγονος Γονατάς. Το 198 π.Χ. η πόλη κυριεύθηκε και καταστράφηκε από τους Ρωμαίους και από τότε ξεκίνησε η παρακμή της. Το 87 π.Χ. συμμάχησε με το βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη εναντίον των Ρωμαίων, οι οποίοι την κατέστρεψαν για δεύτερη φορά ένα χρόνο αργότερα. Η πόλη εγκαταλείφθηκε και σταδιακά ερημώθηκε.
Πληροφορίες για την αρχαία Ερέτρια στα νεότερα χρόνια έδωσε πρώτος ο Κυριακός από την Αγκώνα το 1436, ο οποίος σχεδίασε τις αρχαιότητες του χώρου. Αργότερα και άλλοι ξένοι περιηγητές επισκέφθηκαν την περιοχή και έδωσαν πληροφορίες για την αρχαία πόλη (Coronelli, W.M. Leake, R. Cockerell, L. Ross). Οι πρώτες ανασκαφές στο χώρο έγιναν από το Χρ. Τσούντα το 1885 και από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή κατά την περίοδο 1891-1895. Ο Κ. Κουρουνιώτης και λίγο αργότερα ο Ι. Παπαδάκης συνέχισαν την ανασκαφική έρευνα, ενώ από τις αρχές του 20ού αιώνα τις ανασκαφές ανέλαβαν η Αρχαιολογική Υπηρεσία και η Αρχαιολογική Εταιρεία. Από το 1962 το δυτικό τομέα της πόλης με το ναό του Δαφνηφόρου Απόλλωνα ανασκάπτει η Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή.
Περιγραφή
Η πόλη της κλασικής εποχής ιδρύθηκε περίπου τον 9ο αιώνα π.Χ., πιθανότατα ως το επίνειο του Λευκαντιού, 15 χιλιόμετρα δυτικότερα. Η ονομασία της πόλης προέρχεται από το: ἐρέτης (=κωπηλάτης). Αν και ο Στράβων σημειώνει ότι πρότερο όνομα της Ερέτριας ήταν Αρότρια. Το Λευκαντί πυρπολήθηκε το 825 π.Χ., κάτι που έδωσε τη δυνατότητα στην Ερέτρια να αναπτυχθεί σε τοπική δύναμη.
Η πρώτη αναφορά στην Ερέτρια γίνεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα, που εμφανίζεται στον κατάλογο των πλοίων που εκστρατεύουν κατά της Τροίας (Τρωικός πόλεμος). Τον 8ο π.Χ. αιώνα, η Ερέτρια και η γειτονική Χαλκίδα, υπήρξαν οι πιο ακμάζουσες πόλεις της Εύβοιας. Η Ερέτρια έλεγχε την Άνδρο, την Τήνο, την Κέα, στις Κυκλάδες. Επίσης κατείχε και τμήμα των απέναντι ακτών της Βοιωτίας. Οι Ερετριείς ίδρυσαν και αποικίες στην Νότια Ιταλία από κοινού με τους Χαλκιδείς: τις Πιθηκούσσες και την Κύμη.
Όμως στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. η Ερέτρια και η Χαλκίδα συγκρούστηκαν μεταξύ τους, αναμέτρηση που διήρκεσε αρκετές δεκαετίες. Ο ιστορικός Θουκυδίδης μας δίνει λεπτομέρειες από αυτή τη διαμάχη που έμεινε γνωστή ως Ληλάντιος πόλεμος, από το όνομα μιας μικρής πεδιάδας κοντά στην Ερέτρια. Οι Ερετριείς τελικά ηττήθηκαν και έχασαν πολλές από τις κτήσεις τους.
Η Ερέτρια συνέχισε τον αποικισμό περιοχών στο βόρειο Αιγαίο Πέλαγος, στην Ιταλία και την Σικελία.
Το 499 π.Χ. με την Ιωνική Επανάσταση, υποστήριξαν μαζί με την Αθήνα τις πόλεις της Ιωνίας στην εξέγερσή τους κατά των Περσών. Μετά την αποτυχία της επανάστασης, ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος Α', θέλοντας να εκδικηθεί για αυτή την ενέργεια, πολιόρκησε και κατέστρεψε την πόλη κατά την Περσική εκστρατεία του Δάτη και του Αρταφέρνη το 490 π.χ.. Κατά την καταστροφή της πόλης δεν έγιναν σεβαστοί ούτε οι ναοί της, καταστράφηκε ακόμη και ο μεγαλοπρεπείς ναός του Απόλλωνα.
Η Ερέτρια κτίστηκε ξανά και έλαβε μέρος και στην Μάχη των Πλαταιών με 600 οπλίτες (479 π.Χ.). Τον 5ο αιώνα π.Χ. ήταν μέρος της Α' Αθηναϊκής Συμμαχίας. Το 446 π.Χ. όμως αποστάτησε από τη συμμαχία, αλλά τελικά επανήλθε. Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο οι Ερετριείς ήταν σύμμαχοι των Αθηναίων κατά των Σπαρτιατών. Το 411 π.Χ. έλαβε μέρος η λεγόμενη μάχη της Ερέτριας στην περιοχή, μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών, μετά τη μάχη όλες οι πόλεις της Εύβοιας επαναστάτησαν κατά του Αθηναϊκού ζυγού.
Μετά τη νίκη της Σπάρτης, το 404 π.Χ., η Αθήνα σταδιακά επανέκαμψε και εγκαθίδρυσε και πάλι ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή της Εύβοιας, η οποία ήταν πλούσια σε σιτηρά. Οι Ερετριείς επαναστάτησαν και πάλι το 349 π.Χ.. Το 343 π.Χ. ο Φίλιππος Β' της Μακεδονίας είχε την πόλη υπό τον έλεγχό του, αλλά το 341 π.Χ. ο Αθηναίος στρατηγός Δημοσθένης, την υπέταξε.
Μετά την Μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), όπου ο Φίλιππος νίκησε των συνασπισμένο στρατό Αθηναίων και Θηβαίων, σήμανε και το οριστικό τέλος της Ερέτριας ως σημαντική πόλη-κράτος. Η πόλη εξακολουθούσε να υφίσταται ως μικρή επαρχιακή κωμόπολη. Το 198 π.Χ. λεηλατήθηκε από τους Ρωμαίους και το 87 π.Χ. καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των Μιθριδατικών Πολέμων και τελικά ερημώθηκε.
Η πρώτη αναφορά στην Ερέτρια γίνεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα, που εμφανίζεται στον κατάλογο των πλοίων που εκστρατεύουν κατά της Τροίας (Τρωικός πόλεμος). Τον 8ο π.Χ. αιώνα, η Ερέτρια και η γειτονική Χαλκίδα, υπήρξαν οι πιο ακμάζουσες πόλεις της Εύβοιας. Η Ερέτρια έλεγχε την Άνδρο, την Τήνο, την Κέα, στις Κυκλάδες. Επίσης κατείχε και τμήμα των απέναντι ακτών της Βοιωτίας. Οι Ερετριείς ίδρυσαν και αποικίες στην Νότια Ιταλία από κοινού με τους Χαλκιδείς: τις Πιθηκούσσες και την Κύμη.
Όμως στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. η Ερέτρια και η Χαλκίδα συγκρούστηκαν μεταξύ τους, αναμέτρηση που διήρκεσε αρκετές δεκαετίες. Ο ιστορικός Θουκυδίδης μας δίνει λεπτομέρειες από αυτή τη διαμάχη που έμεινε γνωστή ως Ληλάντιος πόλεμος, από το όνομα μιας μικρής πεδιάδας κοντά στην Ερέτρια. Οι Ερετριείς τελικά ηττήθηκαν και έχασαν πολλές από τις κτήσεις τους.
Η Ερέτρια συνέχισε τον αποικισμό περιοχών στο βόρειο Αιγαίο Πέλαγος, στην Ιταλία και την Σικελία.
Το 499 π.Χ. με την Ιωνική Επανάσταση, υποστήριξαν μαζί με την Αθήνα τις πόλεις της Ιωνίας στην εξέγερσή τους κατά των Περσών. Μετά την αποτυχία της επανάστασης, ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος Α', θέλοντας να εκδικηθεί για αυτή την ενέργεια, πολιόρκησε και κατέστρεψε την πόλη κατά την Περσική εκστρατεία του Δάτη και του Αρταφέρνη το 490 π.χ.. Κατά την καταστροφή της πόλης δεν έγιναν σεβαστοί ούτε οι ναοί της, καταστράφηκε ακόμη και ο μεγαλοπρεπείς ναός του Απόλλωνα.
Η Ερέτρια κτίστηκε ξανά και έλαβε μέρος και στην Μάχη των Πλαταιών με 600 οπλίτες (479 π.Χ.). Τον 5ο αιώνα π.Χ. ήταν μέρος της Α' Αθηναϊκής Συμμαχίας. Το 446 π.Χ. όμως αποστάτησε από τη συμμαχία, αλλά τελικά επανήλθε. Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο οι Ερετριείς ήταν σύμμαχοι των Αθηναίων κατά των Σπαρτιατών. Το 411 π.Χ. έλαβε μέρος η λεγόμενη μάχη της Ερέτριας στην περιοχή, μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών, μετά τη μάχη όλες οι πόλεις της Εύβοιας επαναστάτησαν κατά του Αθηναϊκού ζυγού.
Μετά τη νίκη της Σπάρτης, το 404 π.Χ., η Αθήνα σταδιακά επανέκαμψε και εγκαθίδρυσε και πάλι ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή της Εύβοιας, η οποία ήταν πλούσια σε σιτηρά. Οι Ερετριείς επαναστάτησαν και πάλι το 349 π.Χ.. Το 343 π.Χ. ο Φίλιππος Β' της Μακεδονίας είχε την πόλη υπό τον έλεγχό του, αλλά το 341 π.Χ. ο Αθηναίος στρατηγός Δημοσθένης, την υπέταξε.
Μετά την Μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), όπου ο Φίλιππος νίκησε των συνασπισμένο στρατό Αθηναίων και Θηβαίων, σήμανε και το οριστικό τέλος της Ερέτριας ως σημαντική πόλη-κράτος. Η πόλη εξακολουθούσε να υφίσταται ως μικρή επαρχιακή κωμόπολη. Το 198 π.Χ. λεηλατήθηκε από τους Ρωμαίους και το 87 π.Χ. καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των Μιθριδατικών Πολέμων και τελικά ερημώθηκε.
Μνημεία
Τα ερείπια της αρχαίας Ερέτριας σώζονται διάσπαρτα κάτω από τη σύγχρονη πόλη, σε όλη την έκταση που φθάνει από την ακτή έως το λόφο στα βόρεια, όπου βρισκόταν ακρόπολη. Η πόλη προστατευόταν από ισχυρό τείχος, που οικοδομήθηκε στην αρχαϊκή εποχή και επισκευάσθηκε τον 4ο αι. π.Χ. Ξεκινούσε από την ακρόπολη και έφθανε ως το λιμάνι, ορίζοντας μία έκταση σχεδόν ορθογώνια σε κάτοψη και είχε μήκος περίπου 4.000 μ. Το δυτικό του σκέλος βρισκόταν λίγο πριν από το χείμαρρο που κυλούσε στο δυτικό άκρο της πόλης και στην προέκτασή του υπήρχε λιμενοβραχίονας, που σήμερα είναι κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το ανατολικό τείχος επίσης έφθανε έως την ακτή και κατέληγε σε φυσικό λιμενοβραχίονα, ενώ κατά μήκος της ακτής τα δύο σκέλη ενώνονταν με το παράκτιο τείχος. Στον περίβολο ανοίγονταν δύο κύριες πύλες, μία στη δυτική πλευρά και μία στην ανατολική. Η δυτική πύλη ήταν η παλαιότερη και σημαντικότερη της πόλης, που είχε κατασκευασθεί επάνω από το χείμαρρο, μαζί με γέφυρα.
Ο χώρος μέσα στο τείχος είχε διαμορφωθεί σε τρεις συνοικίες, την ανατολική, τη δυτική και τη βόρεια, που χωρίζονταν από δύο κύριες οδικές αρτηρίες. Ο ένας δρόμος, με κατεύθυνση Α-Δ ένωνε τις δύο πύλες, που ανοίγονταν στο ανατολικό και στο δυτικό τείχος, ενώ ο δεύτερος ξεκινούσε περίπου από το μέσο του πρώτου και οδηγούσε νότια, στο ναό του Δαφνηφόρου Απόλλωνα, που δέσποζε στον πυρήνα της πόλης. Νότια του ναού υπήρχε η πλατεία της αρχαίας αγοράς, με στοές, καταστήματα, τη θόλο -ένα εντυπωσιακό κυκλικό οικοδόμημα-, κρήνες και ιερά. Ακριβώς δίπλα στο νότιο, παράκτιο τείχος υπήρχαν λουτρά του 3ου αι. π.Χ., εργαστήρια, αποθήκες και νεώρια, ενώ στο νοτιοδυτικό άκρο της πόλης, δίπλα στο λιμάνι, βρισκόταν ο ναός της Ίσιδας και το κάτω γυμνάσιο ή παλαίστρα, κτίσματα του 4ου αι. π.Χ., που επισκευάσθηκαν μετά το 198 π.Χ.
Στους πρόποδες του λόφου της ακρόπολης, δίπλα στη δυτική πύλη, είχε διαμορφωθεί στους γεωμετρικούς, κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους η δυτική συνοικία. Κατά μήκος του δυτικού τείχους, νότια της πύλης, σώζονται μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, όπως το ηρώο, με πλούσιες ταφές των γεωμετρικών χρόνων, τα ανάκτορα Ι και ΙΙ, μεγαλοπρεπείς κατοικίες που κατασκευάσθηκαν τον 4ο αι. π.Χ., και ένα ιερό του 5ου αι. π.Χ. Βόρεια της πύλης και του δρόμου βρίσκεται ο ναός του Διονύσου και το θέατρο, το πιο εντυπωσιακό μνημείο της πόλης, που κτίσθηκε τον 5ο αι. π.Χ. και τελειοποιήθηκε τον 4ο αι. π.Χ. Ανατολικά του θεάτρου βρίσκεται το άνω γυμνάσιο, που οικοδομήθηκε στην υστεροκλασική περίοδο και επισκευάσθηκε μετά το 198 π.Χ., και το στάδιο, η θέση του οποίου είναι γνωστή από επιγραφές και μαρτυρίες περιηγητών. Ακόμη βορειότερα, στην πλαγιά του λόφου, βρισκόταν το Θεσμοφόριο του 3ου αι. π.Χ. και ο ναός της Αρτέμιδος, που ήταν αρχαιότερος, αλλά εξακολούθησε να χρησιμοποιείται μέχρι τον 3ο αι. π.Χ.
Ανατολικότερα, στη διασταύρωση της εγκάρσιας οδού με άλλη, που οδηγούσε στο ναό, σώζονται τα ερείπια της περίφημης «οικίας με τα μωσαϊκά», του 4ου αι. π.Χ., που αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα των ερετριακών σπιτιών και είναι από τα καλύτερα διατηρημένα, ενώ λίγο νοτιότερα, στην κεντρική συνοικία διακρίνονται οικιστικές φάσεις της γεωμετρικής και ελληνιστικής εποχής, καθώς και τμήμα κυκλικού οικοδομήματος με βωμό, ίσως του Ηρακλή. Στο σημείο αυτό σώζεται και τμήμα ισχυρού τείχους, που χρησιμοποιήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα (800-700 π.Χ.) και όριζε τη βόρεια και βορειοδυτική πλευρά του οικισμού. Η περιοχή χρησιμοποιήθηκε και στα ελληνιστικά χρόνια, παράλληλα με τη δυτική συνοικία, και μέχρι τα ρωμαϊκά.
Έξω από τα τείχη της πόλης βρίσκονταν τα νεκροταφεία, αυτό των αρχαϊκών χρόνων δυτικά και το δεύτερο ανατολικά. Οι ταφές (καύσεις και κανονικές ταφές) γίνονταν σε λίθινες και μαρμάρινες σαρκοφάγους, αλλά και σε κεραμοσκεπείς τάφους.
Ναός Δαφνηφόρου Απόλλωνα στην Ερέτρια
Ο ναός του Δαφνηφόρου Απόλλωνα είναι το σημαντικότερο και πιο γνωστό μνημείο της Ερέτριας. Μαζί με τον περίβολό του αποτελούσε το ιερό τέμενος του Απόλλωνα, το θρησκευτικό κέντρο και το βασικό χώρο λατρείας της αρχαίας πόλης, που βρισκόταν στον κεντρικό πυρήνα της, βορειότερα της αγοράς. Σύμφωνα με τον ομηρικό ύμνο για τον Απόλλωνα, όταν ο θεός αναζητούσε θέση για να ιδρύσει το μαντείο του, έφθασε και στο Ληλάντιο πεδίο. Ο πρώτος ναός χρονολογείται στα γεωμετρικά χρόνια και πιθανόν βρισκόταν κοντά στο λιμάνι, καθώς η θάλασσα τότε έφθανε μέχρι την περιοχή της αγοράς. Πρόκειται για εκατόμπεδο αψιδωτό κτίσμα, το αρχαιότερο αυτής της μορφής από όσα αναφέρει ο Όμηρος και λίγο μεταγενέστερο από τον εκατόμπεδο ναό του Ηραίου της Σάμου. Δίπλα του, στο νότιο τμήμα, αποκαλύφθηκε ένα άλλο αψιδωτό κτίσμα, το αρχαιότερο στην Ερέτρια, το λεγόμενο Δαφνηφόριο (7,5 x 11,5 μ.), που συνδέεται με την πρώιμη λατρεία του Απόλλωνα στους Δελφούς. Στο κέντρο του οικοδομήματος αυτού διατηρήθηκαν οι πήλινες βάσεις, στις οποίες στηρίζονταν οι κορμοί δάφνης που στερέωναν τη στέγη. Στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. οικοδομήθηκε πάνω στο γεωμετρικό, ένας δεύτερος εκατόμπεδος ναός, μετά από επιχωμάτωση και δημιουργία ενός ισχυρού ανδήρου. Ο ναός αυτός διέθετε ξύλινους κίονες, 6 στις στενές και 19 στις μακρές πλευρές, αλλά και αυτός επιχώθηκε, για να οικοδομηθεί ο νέος, ο επιφανέστερος από όλους τους ναούς της πόλης.
Η κατασκευή του ξεκίνησε στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. (520-490 π.Χ.) και πιθανόν να μην είχε ακόμη ολοκληρωθεί, όταν η πόλη καταστράφηκε από τους Πέρσες το 490 π.Χ. Ήταν δωρικός περίπτερος με 6 x 14 κίονες, κτισμένος από πωρόλιθο και μάρμαρο. Διέθετε πρόδομο και οπισθόδομο με δύο κίονες εν παραστάσι και ο σηκός του χωριζόταν σε τρία κλίτη με δύο εσωτερικές κιονοστοιχίες. Μετά την καταστροφή της πόλης από τους Πέρσες ο ναός επισκευάσθηκε και συνέχισε να λειτουργεί, όμως, καταστράφηκε και πάλι το 198 π.Χ. από τους Ρωμαίους, γεγονός που σηματοδότησε τη σταδιακή εγκατάλειψη και ερείπωσή του μέχρι τον 1ο αι. π.Χ. Δυστυχώς, το μεγαλύτερο τμήμα των αρχιτεκτονικών μελών του ναού αλλά και άλλων ιερών της πόλης επαναχρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό και από την ανωδομή του μνημείου έχουν διασωθεί μόνο ορισμένοι σπόνδυλοι, θραύσματα κιονοκράνων και τριγλύφων. Από το θαυμάσιο γλυπτό διάκοσμό του σώζονται τμήματα της ανάγλυφης παράστασης που κοσμούσε το δυτικό αέτωμα, όπου εικονιζόταν η Αμαζονομαχία, συνηθισμένη παράσταση στην εικονογραφία της εποχής. Κεντρική θέση είχε η Αθηνά, από την οποία σώζεται ο κορμός με το γοργόνειο στο στήθος, ενώ εξαιρετικής τέχνης είναι και το σύμπλεγμα του Θησέα με την Αντιόπη, που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και απαλότητα στους όγκους, εσωτερική δύναμη και σαφήνεια, παρά τη διακοσμητική τάση στην κόμμωση των μορφών και στις πτυχές των ενδυμάτων τους. Στα γλυπτά αυτά έχουν παγιωθεί πλέον οι κανόνες της αρχαϊκής πλαστικής και την απόδοση των μορφών διακατέχει μια νέα πνοή, η οποία θα οδηγήσει στον ιδεαλισμό και στη δύναμη της κλασικής τέχνης. Η συνολική παράσταση μπορεί να συμπληρωθεί με άρματα δεξιά και αριστερά της Αθηνάς, στο ένα από τα οποία θα επέβαινε ο Θησέας με την Αντιόπη, και στο άλλο ίσως επέβαινε ο Ηρακλής, ενώ η σκηνή πρέπει να έκλεινε με μαχόμενες αμαζόνες και νεκρό πολεμιστή. Στο ανατολικό αέτωμα ίσως παριστανόταν η Γιγαντομαχία. Οι λεπτομέρειες στα πρόσωπα και στα ενδύματα των μορφών αποδίδονταν με χρώμα, προσδίδοντας ζωντάνια στην παράσταση. Στη Ρώμη εντοπίσθηκαν τμήματα γλυπτών, που πιστεύεται ότι ανήκουν μάλλον στην κατασκευή του ναού μετά την περσική καταστροφή (πολεμιστής, Αμαζόνα και κορμός Αθηνάς). Στο χώρο σήμερα είναι ορατά μόνο τα θεμέλια του υστεροαρχαϊκού ναού, καθώς και τα λείψανα των γεωμετρικών ναών που αποκαλύφθηκαν στα κατώτερα στρώματα.
Οι ναοί του Δαφνηφόρου Απόλλωνα ανασκάφηκαν μεταξύ των ετών 1899-1910 από τον Κ. Κουρουνιώτη. Έρευνες έγιναν επίσης από την Ι. Κωνσταντίνου και από την Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή.
Αρχαίο θέατρο Ερέτριας
Το Αρχαίο Θέατρο της Ερέτριας είχε αρχικά κατασκευαστεί περί τον 5ο αι. π.Χ. Αργότερα η σκηνή του μετατοπίστηκε, βορειότερα,στη θέση που βρίσκεται σήμερα.Η σημαντικότερη μετατροπή στην κατασκευή του μνημείου, έγινε τον 4ο αι. π.Χ. Το κοίλο του Ερετριακού Θεάτρου, σε αντίθεση με πολλά άλλα ελληνικά θέατρα, βρίσκεται πάνω σε τεχνητά κατασκευασμένο λόφο.Σήμερα πάνω του διακρίνονται έντεκα κερκίδες, με τα εδώλιά τους κατασκευασμένα από τοπικό πωρόλιθο, ενώ διακρίνονται οκτώ κλίμακες. Η σκηνή είχε πρόσοψη ιωνικού ρυθμού. Διαθέτει δύο χώρους παρασκηνίου και στοά, που μέσω μίας κλίμακας, την συνδέει με την ορχήστρα. Στο κέντρο της καταλήγει και η υπόγεια δίοδος που ξεκινά από την σκηνή.Η Δημοτική αρχή και οι πολιτιστικοί φορείς της πόλης καταβάλουν προσπάθειες για την Αναστύλωση του θεάτρου (όπως συμβαίνει με αρκετά αρχαία θέατρα της πατρίδας μας) με τη διοργάνωση στον συγκεκριμένο χώρο πολιτιστικών οργανώσεων με τον δέοντα σεβασμό βέβαια στην ιερότητα του χώρου και στην σημασία του.
Ναός της Ίσιδας στην Ερέτρια
Από τα πιο ενδιαφέροντα μνημεία της αρχαίας Ερέτριας είναι το Ισείον, ναός αφιερωμένος στην Ίσιδα και σε άλλες αιγυπτιακές θεότητες. Βρίσκεται στο νότιο τομέα της πόλης, μεταξύ των λουτρών και του Κάτω Γυμνασίου ή παλαίστρας, πίσω από το μικρό λιμάνι, στοιχείο που συνδέει το τέμενος με διάφορους εμπόρους που είχαν συμφέροντα στην Ερέτρια. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά και επιγραφικά δεδομένα, ο ναός πρέπει να κατασκευάσθηκε τον 4ο αι. π.Χ. και πλαισιωνόταν από διάφορα άλλα κτίσματα και βοηθητικούς χώρους. Η εισαγωγή της λατρείας της Ίσιδας και των αιγυπτιακών θεοτήτων στον ελληνικό χώρο έγινε κατά την ελληνιστική περίοδο από Έλληνες εμπόρους, που ήλθαν από την Αίγυπτο, μετά την ενοποίηση του τότε γνωστού κόσμου από το Μέγα Αλέξανδρο. Η λατρεία τους, μάλιστα, στην Ερέτρια έχει διαπιστωθεί και επιγραφικά. Η σπουδαιότερη επιγραφή βρίσκεται κατά χώραν, αριστερά του προδόμου του κυρίως ναού, και είναι χαραγμένη σε ασβεστολιθικό κυβόλιθο.Ο ναός της Ίσιδας αρχικά ήταν απλός, προσανατολισμένος προς τα ανατολικά, με πρόδομο δίστυλο εν παραστάσι. Μέσα στο σηκό του, επάνω σε βάση, είχε στηθεί το λατρευτικό άγαλμα της θεάς, το οποίο ήταν από πηλό. Μπροστά από το ναό υπήρχε ο βωμός, ενώ κοντά του βρέθηκε και ένας μικρός βόθρος. Ο ναός ανοικοδομήθηκε μετά το 198 π.Χ., όταν η πόλη καταστράφηκε από τους Ρωμαίους. Τότε απέκτησε μεγαλύτερο και καλύτερα θεμελιωμένο εξωτερικό πρόδομο και πλαισιώθηκε από στοές ανοιχτές προς αυτόν στις τρεις πλευρές του (βόρεια, νότια και δυτική). Μόνο στο νοτιοδυτικό άκρο η στοά ήταν στεγασμένη. Λίγο αργότερα οι κίονες αντικαταστάθηκαν από στηθαίο και στη μέση του προαύλειου χώρου, στην ανατολική πλευρά, κατασκευάσθηκε ένας πυλώνας απέναντι από την είσοδο του ιερού. Βόρεια του ναού υπήρχαν άλλα δεκαπέντε, συνολικά, κτίσματα και βοηθητικοί χώροι, που ερμηνεύθηκαν από τους ανασκαφείς ως χώροι καθαρμού. Ανάμεσά τους υπήρχε αυλή και ανδρώνας, ενώ η μία αίθουσα του συγκροτήματος διέθετε ωραίο ψηφιδωτό δάπεδο, διακοσμημένο με ρόμβους.
Το τέμενος της Ίσιδας και των άλλων αιγυπτιακών θεοτήτων ανασκάφηκε το 1917 από τον Ι. Παπαδάκη, τότε έφορο αρχαιοτήτων στην περιοχή της Εύβοιας. Τα τελευταία χρόνια η Αρχαιολογική Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού πραγματοποίησε νέες ανασκαφές στην περιοχή του ναού, οι οποίες έφεραν στο φως ακόμη ένα συγκρότημα με αυλές και δωμάτια, σχετιζόμενο άμεσα με το ιερό.
Οικία των ψηφιδωτών
Μακεδονικός τάφος των Ερώτων
Ο τάφος ο λεγόμενος ''των Ερώτων'' βρίσκεται στο λόφο βορειοδυτικά της Ερέτριας και αποτελεί ένα από τα σημαντικά μνημεία της περιοχής. Με βάση τα ευρήματά του χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., εποχή κατά την οποία τα χαρακτηριστικά αυτά ταφικά μνημεία μακεδονικού τύπου εμφανίζονται στη νότια Ελλάδα, μετά την κυριαρχία των Μακεδόνων. Ο τάφος παρέμεινε σε χρήση ως τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. Στην ευρύτερη περιοχή της Ερέτριας έχουν βρεθεί και άλλοι μακεδονικοί τάφοι, στο Κοτρώνι και στην Αμάρυνθο.Ο τάφος των ''Ερώτων'' είναι μονοθάλαμος με καμαρωτή στέγη και διαθέτει δρόμο κατασκευασμένο από λίθους και πλίνθους. Ο νεκρικός θάλαμος μιμείται δωμάτιο οικίας, είναι κτισμένος από πωρόλιθο και το εσωτερικό του είναι επιχρισμένο με λευκό κονίαμα. Κατά την ανασκαφή του βρέθηκαν δύο ομοιώματα θρόνων από λίθο, με ζωγραφική και ανάγλυφη διακόσμηση. Στις πίσω γωνίες του θαλάμου υπήρχαν δύο μαρμάρινες σαρκοφάγοι σε σχήμα κλίνης. Το εσωτερικό του τάφου βρέθηκε συλημένο. Μεταξύ των ευρημάτων, που σήμερα εκτίθενται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, υπάρχουν χάλκινα αγγεία και πήλινα αγαλματίδια Ερώτων, από τους οποίους ο τάφος πήρε τη συμβατική του ονομασία. Πάνω από τον τάφο αποκαλύφθηκε κτιστή κατασκευή, που πιθανόν αποτελούσε τη βάση κάποιου ταφικού σήματος.
Το μνημείο ανασκάφηκε το 1897. Σήμερα διατηρείται σε καλή κατάσταση, ενώ στερεωτικές επεμβάσεις γίνονται, όταν κρίνεται απαραίτητο, υπό την επίβλεψη της τοπικής Εφορείας Αρχαιοτήτων.
Θόλος Ερέτριας
Κυκλικό οικοδόμημα που ανεγέρθηκε αρχικά κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., ενώ ακολούθησαν μετασκευές του 4ου και 3ου π.Χ. αιώνα. Διαιρείται η ασβεστολιθική θεμελίωση και η κρηπίδα. Στο κέντρο κυκλικός βόθρος. Το μνημείο ήταν εναγμένο στην Αγορά της αρχαίας πόλης, τμήμα της οποίας μόνο έχει αποκαλυφθεί.Ανασκάφηκε από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Αρχαία Λουτρά της Ερέτριας
Αρχαία Αγορά της Ερέτριας
Κάτω Γυμνάσιο
Στη νοτιοανατολική πλευρά της πόλης, 4ος αιώνας π.Χ.
Αρχαιολογικός χώρος Βόρεια του Μουσείου:
Δυτική Πύλη
Πρώιμη αρχαϊκή περίοδος
Ιερό Άρεως
2ος αιώνας π.Χ.,
Ανάκτορο
5ος αιώνας π.Χ.,
Ναός Διονύσου
4ος αιώνας π.Χ.,
Άνω Γυμνάσιο
4ος αιώνας π.Χ.,
Θεσμοφόριο
(ιερό Δήμητρας) 3ος αιώνας π.Χ.
Βασιλική
Ανασκαφή παλαιοχριστιανικής Βασιλικής στη θέση Αγία Κυριακή, 3 χλμ ΝΑ της πόλης.
Πηγές / Βιβλιογραφία / Φωτογραφίες
C. Waldstein - B. R. Ritchardson - A. Fossum - C. L. Brownson, Excavations by the
American School at Eretria in 1891, American Journal of Archaeology (AJA) 7 (1891)
233-280.
B. R. Ritchardson, A Temple in Eretria, AJA 10 (1895) 326-337.
E. Capps, Excavations in the Eretrian Theatre, AJA 10 (1895) 338-346.
B. R. Ritchardson, The Gymnasium at Eretria, AJA 11 (1896) 152-165.
B. R. Ritchardson, Sculpture from the Gymnasium at Eretria, AJA 11 (1896)
165-172.
B. R. Ritchardson - T. W. Heermance, Inscriptions from the Gymnasium at Eretria,
AJA 11 (1896) 173-195.
A. Fossum, The Eiskyklema in the Eretrian Theatre, AJΑ n.s. 2 (1898) 187-194.
N. Παπαδάκης, Aνασκαφή Iσείου εν Eρετρία, Aρχαιολογικό Δελτίο (AΔ) 1 (1915)
115-190.
photothessaloniki.ning.com
Al. Rangabé, Mémoire sur la partie meridionale de l΄île d΄Eubée, Mémoires présentés
par divers savants à l Academie des Inscriptions et belles Lettres III (1853) 205.
Α. Wilhelm, Ψηφίσματα εξ Eρετρίας, AE (1890) 195-206 - Eπιγραφαί εξ Eυβοίας,
AE (1892) 119-180.
Μ. Laurent, Ερετρικοί αμφορείς, ΑΕ (1901) 175.
K. G. Vollmoeller, Über zwei euböische Kammergräber mit Totenbetten,
Mitteilungen des deutschen archäologischen Instituts. Athenische Abteilung (AM) 26
(1901) 333-376.
K. Kουρουνιώτης, Aγγεία Eρετρίας, AE (1903) 22.
Α. Wilhelm, Zwei Denkmäler des eretrischen Dialekts, Jahreshefte des
Österreichischen archäologischen Instituts 18 (1905) 6-17.
K. Kουρουνιώτης, Eρετρικαί επιγραφαί, AE (1911) 1-38.
K. Kourouniotes, Goldschmuck aus Eretria, AM 38 (1913) 289-328.
E. Fiechter, Das Theater in Eretria (1937).
J. Boardman, Pottery from Eretria, Annual of the British School at Athens (BSA) 47
(1952) 1-48.
P. Wallace, The Euboian Leage and its coinage (1956).
B. Πετράκος, AΔ 17 (1961/1962) Xρονικά 144-157 (έκθεση για τα ανασκαμμένα
μνημεία της πόλης, ανασκαφή θόλου, βόρειας και δυτικής στοάς της Aγοράς).
B. Πετράκος, Δελφική επιγραφή εξ Eρετρίας, AΔ 17 (1961/1962) Mελέται 211-214.
B. Kαλλιπολίτης - B. Πετράκος, AΔ 18 (1963) Xρονικά 124-127 (περισυλλογή
αρχαιοτήτων).
www.eviaportal.gr
N. Kοντολέων, Oι Aειναύται της Eρετρίας AE (1963) 1-45.
B. Πετράκος Dédicaces de "Aειναύται", d΄Erétrie, Bulletin de correspondance
hellénique (BCH) 87 (1963) 545-547.
E. Vanderpool - W. P. Walace, The sixth century laws from Eretria, Hesperia 33
(1964) 381-391.
P. Auberson, Temple d΄Apollon Daphnéphoros. Architecture, Eretria I (1968). .
B. Πετράκος Eπιγραφαί Eρετρίας, AΔ 23 (1968) Mελέται 99-116.
Π. Θέμελης, Πομπική οδός και παναθηναϊκοί αμφορείς, Aρχαιολογικά Aνάλεκτα
Aθηνών (AAA) 2 (1969) 409-416.
Π. Θέμελης Eρετριακά, AE (1969) 143-178.
I. R. Metzger, Die hellenistische Keramik in Eretria, Eretria II (1969).
C. Bérard, L΄Hérôon à la Porte de l΄Ouest, Eretria III (1970).
Π. Θέμελης, Mωσαϊκόν δάπεδον εξ Eρετρίας AAA 3 (1970) 35-37.
Π. Θέμελης, Eρέτρια, AAA 3 (1970) 314-319.
P. Auberson - K. Schefold, Führer durch Eretria (1972).
C. Krause, Das Westtor. Ergebnisse der Ausgrabungen 1964-1968, Eretria IV
(1972).
eretria.gr
Α. Α. Xωρέμη, Mωσαϊκόν δάπεδον εξ Eρετρίας AAA 5 (1972) 224-227.
Α. Aνδρειωμένου, Eκ της δυτικής νεκροπόλεως της Eρετρίας, AAA 7 (1974)
229-248.
Α. Ανδρειωμένου, ΑΑΑ 9 (1976) 197-212.
B. Πετράκος, AΔ 29 (1974) Xρονικά 100-108 (επιγραφές).
Α. Aνδρειωμένου, Γεωμετρική και υπογεωμετρική κεραμεική εξ Eρετρίας AE
(1975) 206-229 - ΑΕ{976) Xρονικά 1-7 - ΑΕ (1977) 128-163 - ΑΕ (1981) 84-113
- ΑΕ (1982) 161-186 - ΑΕ (1983) 161-192.
Ph. Bruneau, Le sanctuaire et le culte des divinités égyptiennes à Erétrie (1975).
P. Auberson, Le temple de Dionysos, Eretria V (1976) 59-67.
J. P. Descoeudres, Die vorklassische Keramik aus dem Gebiet des Westtores,
Eretria V (1976).
Α. Hurst, Ombres de lEubée?, Eretria V (1976).
Cl. Bérard, Topographie et urbanisme de l΄Erétrie archaïque: l΄Herôon, Eretria
VI (1978) 89-95.
C. Dunant, Stèles funéraires, Eretria VI (1978).
O. Picard, Chalkis et la confédération eubéenne. Etude numismatique et
d΄histoire IVe-Ier siecle (1979).
gtp.gr
L. Kahil, Contribution à l΄étude de l΄Erétrie géométrique, στο Στήλη. Tόμος εις
μνήμην N. Kοντολέοντος (1980) 525-531.
Α. Aνδρειωμένου, Aψιδωτά οικοδομήματα και κεραμεική του 8ου και του 7ου
π.X. αι. εν Eρετρία, Annuario della scuola archeologica di Atene (ASAA) 59 n.s.
43 (1981) 187-236.
L. Kahil, Erétrie à l΄époque géométrique, ASAA 59 (1981) 165-173.
A. Mallwitz, Osservazioni sull΄architectura nella Grecia dei secoli VIII e VII a.C.,
ASAΑ 59 (1981) 81-96.
B. Πετράκος, Στοά στην Aγορά της αρχαίας Eρέτριας Aρχείον Eυβοϊκών
Mελετών (AEM) 24 (1981-1982) 324-336.
Π. Kαλλιγάς, H αγορά της αρχαίας Eρέτριας, AAA 15 (1982) 4-9.
Π. Kαλλιγάς, Aνασκαφή Eρέτριας 1981, AE (1983) 106-136.
M. Kαραμεσίνη-Oικονομίδου, Δύο νομισματικοί θησαυροί από την ανασκαφή
στην Eρέτρια, AE (1983) 137-147.
P. G. Themelis, An 8th Century Goldsmith΄s Workshop at Eretria, σε: R. Hägg
(επιµ.), The Greek Renaissance of the Eighth Century B.C. Tradition and
Innovation. Proceedings of the Second International Symposium at the Swedish
Institute in Athens 1981 (1983) 157-165.
Π. Θέμελης, Eρέτρια. Kυκλικό κτίσμα και Hρακλής, AEM 26 (1984-1985)
353-361.
el.wikipedia.org
I. R. Metzger, Die Keramik von Eretria, AEM 26 (1984-1985) 221-252.
A. Aνδρειωμένου, Keramik aus Eretria, AM 100 (1985) 23-38 – AM 101 (1986)
97-111.
Α. Kαραπασχαλίδου, Tάφοι στους Αμπελώνες Eρέτριας, AAA 18 (1985)
105-114.
I. R. Metzger, Das Thesmophorion von Eretria, Eretria VII (1985).
M. Oικονομάκου, Aρχαίοι τάφοι στη θέση Aμπελώνες Eρετρίας, Aνθρωπολογικά
και Aρχαιολογικά Xρονικά (AνθρAXρον) 1 (1986) 149-160.
Π. Θέμελης, Eρετριακές λατρείες, στο Φίλια έπη στον Γ. Mυλωνά B΄ (1987)
106-125.
H. J. Gerke, Eretria und sein Territorium, Boreas 11 (1988) 15-42.
Π. Bαλαβάνης, Παναθηναϊκοί αμφορείς από την Eρέτρια. Συμβολή στην αττική
αγγειογραφία του 4ου αι. π.X., Bιβλιοθήκη της εν Aθήναις Aρχαιολογικής
Eταιρείας 122 (1991).
F. Cairns, The "Laws of Eretria" (IG XII 9, 1273, 1274). Epigraphical, Legal,
Historical and Political Aspects, Phoenix 45 (1991) 296-313.
D. Knoepfler, La vie de Ménédème d΄Erétrie de Diogène Laërce: contribution à
l΄histoire et à la critique des "Vies des philosophes", Schweizerische Beiträge zur
Altertumswissenschaft 21 (1991).
D. Willers, Zwei Thesmophorien in Eretria?, Museum Helveticum (MusHelv) 48
(1991) 176-187.
Π. Θέμελης, H Eρέτρια τον 8ο αι. π.X. Eργαστήριο χρυσοχοΐας, Aρχαιολογία 42,
29 κε.
P. Ducrey - I. R. Metzger - K. Reber, Le Quartier de la Maison aux Mosaïque,
Eretria VIII (1993).
C. Gex, Rotfigurige und weisgrundige Keramik, Eretria IX (1993).
I. R. Metzger, Ein hellenistisches Grabmonument in Eretria, στο Γ΄ Eπιστημονική
Συνάντηση για την Eλληνιστική κεραμεική 24-27 Σεπτεμβρίου 1991 Θεσσαλονίκη
(1994) 71-79.
K. Fittschen Zur Bildnisstatue des Kleonikos, des Jünglings von Eretria, Eirene
31 (1995) 98-108.
B. X. Πετράκος, Στήλη μονομάχου από την Eρέτρια, AE (1995) 271-273.
E. Σαπουνά Σακελλαράκη, Eρέτρια, Xώρος και Mουσείο (1995).
P. Friedemann, L’établissement hydraulique du flanc est de l’Acropole:
investigations 1995, AntK 39 (1996) 112-116.
D. Knoepfler, Le territoire d΄Erétrie et l΄organisation politique de la cité (dêmoi,
chôroi, phylai), σε: M. H. Hansen (επιμ.), The Polis as an urban centre and the
political community (1997) 352-449.
Mazarakis Ainian, From rulers΄dwellings to temples. Architecture, religion and
society in the Early Iron Age Greece 1100-700 BC (1997).
M. C. V. Vink, Urbanisation in Late and Sub-geometric Greece. Abstract considerations
and concrete case studies of Eretria and Zagora c. 700 B.C., Acta Hyperborea 7 (1997)
111-141.
M. Bats - B. d΄Agostino (επιμ.), Euboica. L΄Eubea e la presenza euboica in Calcidica e
in Occidenta. Atti del Convegno Internazionale di Napoli 13-16 Novembre 1996 (1998).
K. Reber, Die klassischen und hellenistischen Wohnhäuser im Westquartier, Eretria X
(1998).
S. G. Schmid, Ein Ungeheuer in Eretria, MusHelv 55 (1998) 193-211.
H. P. Isler, Bericht über die Arbeiten im Theater von Eretria, AntK 42 (1999) 116.
S. G. Schmid, Decline or prosperity in Roman Eretria?, Journal of Roman Archaeology
(JRA) 12 (1999) 273-293.
N. Ψάλτη, Eρέτρια. Tο νερό στη ζωή μιας αρχαίας πόλης. Tο αθάνατο νερό, Eυρωπαϊκές
Hμέρες Πολιτιστικής Kληρονομιάς 2000, YΠΠO, IA΄ EΠKA (2000).
S. Lehmann, Der bekleidete Gymnasiast. Eine neue Deutung zur Jüngling der Eretria,
AntK 44 (2001) 18-23.
culture.gr
D. Knoepfler, Loi d΄Erétrie contre la tyrannie et l΄oligarchie, BCH 125 (2001) 195-238 -
BCH 126 (2002) 149-204.
C. Huguenot, Les "Erotes" volants: recherche sur la signification d΄un groupe de terres
cuites hellénistiques d΄Erétrie, AntK 44 (2002) 92-116.
G. Le Rider, S. Verdan, La trouvaille d΄Erétrie: réserve d΄un orfèvre ou depot monétaire?,
AntK 45 (2002) 133-152.
E. Tουλούπα, Tα εναέτια γλυπτά του ναού του Aπόλλωνος ∆αφνηφόρου στην Eρέτρια,
Bιβλιοθήκη της εν Aθήναις Aρχαιολογικής Eταιρείας 220 (2002).
E. Tουλούπα - M. Kορρές, Tο κεντρικό ακρωτήριο του ναού του Δαφνηφόρου
Aπόλλωνος στην Eρέτρια, στο Δ. Δαμάσκος (επιμ.) Aρχαία Eλληνικά Γλυπτά, Aφιέρωμα
στη μνήμη του Στ. Tριάντη, Mουσείο Mπενάκη, Παράρτηµα 1 (2002) 73-82.
S. Huber, L Aire sacrificielle au nord du sanctuaire d Apollon Daphnéphoros, Eretria
XIV (2003).
E. Mango, Das Gymnasion, Eretria XIII (2003).
N. Mekacher, Matrizengeformte hellenistische Terrakotten, Eretria XII (2003) 91-109.
M. Palaczyk - E. Schönenberger, Amphorenstempel. Grabungen 1964-2001, Eretria XII
(2003).
S. Fachard, L’enceinte urbaine d΄Erétrie: un état de la question, AntK 47 (2004) 91.
American School at Eretria in 1891, American Journal of Archaeology (AJA) 7 (1891)
233-280.
B. R. Ritchardson, A Temple in Eretria, AJA 10 (1895) 326-337.
E. Capps, Excavations in the Eretrian Theatre, AJA 10 (1895) 338-346.
B. R. Ritchardson, The Gymnasium at Eretria, AJA 11 (1896) 152-165.
B. R. Ritchardson, Sculpture from the Gymnasium at Eretria, AJA 11 (1896)
165-172.
B. R. Ritchardson - T. W. Heermance, Inscriptions from the Gymnasium at Eretria,
AJA 11 (1896) 173-195.
A. Fossum, The Eiskyklema in the Eretrian Theatre, AJΑ n.s. 2 (1898) 187-194.
N. Παπαδάκης, Aνασκαφή Iσείου εν Eρετρία, Aρχαιολογικό Δελτίο (AΔ) 1 (1915)
115-190.
photothessaloniki.ning.com
Al. Rangabé, Mémoire sur la partie meridionale de l΄île d΄Eubée, Mémoires présentés
par divers savants à l Academie des Inscriptions et belles Lettres III (1853) 205.
Α. Wilhelm, Ψηφίσματα εξ Eρετρίας, AE (1890) 195-206 - Eπιγραφαί εξ Eυβοίας,
AE (1892) 119-180.
Μ. Laurent, Ερετρικοί αμφορείς, ΑΕ (1901) 175.
K. G. Vollmoeller, Über zwei euböische Kammergräber mit Totenbetten,
Mitteilungen des deutschen archäologischen Instituts. Athenische Abteilung (AM) 26
(1901) 333-376.
K. Kουρουνιώτης, Aγγεία Eρετρίας, AE (1903) 22.
Α. Wilhelm, Zwei Denkmäler des eretrischen Dialekts, Jahreshefte des
Österreichischen archäologischen Instituts 18 (1905) 6-17.
K. Kουρουνιώτης, Eρετρικαί επιγραφαί, AE (1911) 1-38.
K. Kourouniotes, Goldschmuck aus Eretria, AM 38 (1913) 289-328.
E. Fiechter, Das Theater in Eretria (1937).
J. Boardman, Pottery from Eretria, Annual of the British School at Athens (BSA) 47
(1952) 1-48.
P. Wallace, The Euboian Leage and its coinage (1956).
B. Πετράκος, AΔ 17 (1961/1962) Xρονικά 144-157 (έκθεση για τα ανασκαμμένα
μνημεία της πόλης, ανασκαφή θόλου, βόρειας και δυτικής στοάς της Aγοράς).
B. Πετράκος, Δελφική επιγραφή εξ Eρετρίας, AΔ 17 (1961/1962) Mελέται 211-214.
B. Kαλλιπολίτης - B. Πετράκος, AΔ 18 (1963) Xρονικά 124-127 (περισυλλογή
αρχαιοτήτων).
www.eviaportal.gr
N. Kοντολέων, Oι Aειναύται της Eρετρίας AE (1963) 1-45.
B. Πετράκος Dédicaces de "Aειναύται", d΄Erétrie, Bulletin de correspondance
hellénique (BCH) 87 (1963) 545-547.
E. Vanderpool - W. P. Walace, The sixth century laws from Eretria, Hesperia 33
(1964) 381-391.
P. Auberson, Temple d΄Apollon Daphnéphoros. Architecture, Eretria I (1968). .
B. Πετράκος Eπιγραφαί Eρετρίας, AΔ 23 (1968) Mελέται 99-116.
Π. Θέμελης, Πομπική οδός και παναθηναϊκοί αμφορείς, Aρχαιολογικά Aνάλεκτα
Aθηνών (AAA) 2 (1969) 409-416.
Π. Θέμελης Eρετριακά, AE (1969) 143-178.
I. R. Metzger, Die hellenistische Keramik in Eretria, Eretria II (1969).
C. Bérard, L΄Hérôon à la Porte de l΄Ouest, Eretria III (1970).
Π. Θέμελης, Mωσαϊκόν δάπεδον εξ Eρετρίας AAA 3 (1970) 35-37.
Π. Θέμελης, Eρέτρια, AAA 3 (1970) 314-319.
P. Auberson - K. Schefold, Führer durch Eretria (1972).
C. Krause, Das Westtor. Ergebnisse der Ausgrabungen 1964-1968, Eretria IV
(1972).
eretria.gr
Α. Α. Xωρέμη, Mωσαϊκόν δάπεδον εξ Eρετρίας AAA 5 (1972) 224-227.
Α. Aνδρειωμένου, Eκ της δυτικής νεκροπόλεως της Eρετρίας, AAA 7 (1974)
229-248.
Α. Ανδρειωμένου, ΑΑΑ 9 (1976) 197-212.
B. Πετράκος, AΔ 29 (1974) Xρονικά 100-108 (επιγραφές).
Α. Aνδρειωμένου, Γεωμετρική και υπογεωμετρική κεραμεική εξ Eρετρίας AE
(1975) 206-229 - ΑΕ{976) Xρονικά 1-7 - ΑΕ (1977) 128-163 - ΑΕ (1981) 84-113
- ΑΕ (1982) 161-186 - ΑΕ (1983) 161-192.
Ph. Bruneau, Le sanctuaire et le culte des divinités égyptiennes à Erétrie (1975).
P. Auberson, Le temple de Dionysos, Eretria V (1976) 59-67.
J. P. Descoeudres, Die vorklassische Keramik aus dem Gebiet des Westtores,
Eretria V (1976).
Α. Hurst, Ombres de lEubée?, Eretria V (1976).
Cl. Bérard, Topographie et urbanisme de l΄Erétrie archaïque: l΄Herôon, Eretria
VI (1978) 89-95.
C. Dunant, Stèles funéraires, Eretria VI (1978).
O. Picard, Chalkis et la confédération eubéenne. Etude numismatique et
d΄histoire IVe-Ier siecle (1979).
gtp.gr
L. Kahil, Contribution à l΄étude de l΄Erétrie géométrique, στο Στήλη. Tόμος εις
μνήμην N. Kοντολέοντος (1980) 525-531.
Α. Aνδρειωμένου, Aψιδωτά οικοδομήματα και κεραμεική του 8ου και του 7ου
π.X. αι. εν Eρετρία, Annuario della scuola archeologica di Atene (ASAA) 59 n.s.
43 (1981) 187-236.
L. Kahil, Erétrie à l΄époque géométrique, ASAA 59 (1981) 165-173.
A. Mallwitz, Osservazioni sull΄architectura nella Grecia dei secoli VIII e VII a.C.,
ASAΑ 59 (1981) 81-96.
B. Πετράκος, Στοά στην Aγορά της αρχαίας Eρέτριας Aρχείον Eυβοϊκών
Mελετών (AEM) 24 (1981-1982) 324-336.
Π. Kαλλιγάς, H αγορά της αρχαίας Eρέτριας, AAA 15 (1982) 4-9.
Π. Kαλλιγάς, Aνασκαφή Eρέτριας 1981, AE (1983) 106-136.
M. Kαραμεσίνη-Oικονομίδου, Δύο νομισματικοί θησαυροί από την ανασκαφή
στην Eρέτρια, AE (1983) 137-147.
P. G. Themelis, An 8th Century Goldsmith΄s Workshop at Eretria, σε: R. Hägg
(επιµ.), The Greek Renaissance of the Eighth Century B.C. Tradition and
Innovation. Proceedings of the Second International Symposium at the Swedish
Institute in Athens 1981 (1983) 157-165.
Π. Θέμελης, Eρέτρια. Kυκλικό κτίσμα και Hρακλής, AEM 26 (1984-1985)
353-361.
el.wikipedia.org
I. R. Metzger, Die Keramik von Eretria, AEM 26 (1984-1985) 221-252.
A. Aνδρειωμένου, Keramik aus Eretria, AM 100 (1985) 23-38 – AM 101 (1986)
97-111.
Α. Kαραπασχαλίδου, Tάφοι στους Αμπελώνες Eρέτριας, AAA 18 (1985)
105-114.
I. R. Metzger, Das Thesmophorion von Eretria, Eretria VII (1985).
M. Oικονομάκου, Aρχαίοι τάφοι στη θέση Aμπελώνες Eρετρίας, Aνθρωπολογικά
και Aρχαιολογικά Xρονικά (AνθρAXρον) 1 (1986) 149-160.
Π. Θέμελης, Eρετριακές λατρείες, στο Φίλια έπη στον Γ. Mυλωνά B΄ (1987)
106-125.
H. J. Gerke, Eretria und sein Territorium, Boreas 11 (1988) 15-42.
Π. Bαλαβάνης, Παναθηναϊκοί αμφορείς από την Eρέτρια. Συμβολή στην αττική
αγγειογραφία του 4ου αι. π.X., Bιβλιοθήκη της εν Aθήναις Aρχαιολογικής
Eταιρείας 122 (1991).
F. Cairns, The "Laws of Eretria" (IG XII 9, 1273, 1274). Epigraphical, Legal,
Historical and Political Aspects, Phoenix 45 (1991) 296-313.
D. Knoepfler, La vie de Ménédème d΄Erétrie de Diogène Laërce: contribution à
l΄histoire et à la critique des "Vies des philosophes", Schweizerische Beiträge zur
Altertumswissenschaft 21 (1991).
D. Willers, Zwei Thesmophorien in Eretria?, Museum Helveticum (MusHelv) 48
(1991) 176-187.
Π. Θέμελης, H Eρέτρια τον 8ο αι. π.X. Eργαστήριο χρυσοχοΐας, Aρχαιολογία 42,
29 κε.
P. Ducrey - I. R. Metzger - K. Reber, Le Quartier de la Maison aux Mosaïque,
Eretria VIII (1993).
C. Gex, Rotfigurige und weisgrundige Keramik, Eretria IX (1993).
I. R. Metzger, Ein hellenistisches Grabmonument in Eretria, στο Γ΄ Eπιστημονική
Συνάντηση για την Eλληνιστική κεραμεική 24-27 Σεπτεμβρίου 1991 Θεσσαλονίκη
(1994) 71-79.
K. Fittschen Zur Bildnisstatue des Kleonikos, des Jünglings von Eretria, Eirene
31 (1995) 98-108.
B. X. Πετράκος, Στήλη μονομάχου από την Eρέτρια, AE (1995) 271-273.
E. Σαπουνά Σακελλαράκη, Eρέτρια, Xώρος και Mουσείο (1995).
P. Friedemann, L’établissement hydraulique du flanc est de l’Acropole:
investigations 1995, AntK 39 (1996) 112-116.
D. Knoepfler, Le territoire d΄Erétrie et l΄organisation politique de la cité (dêmoi,
chôroi, phylai), σε: M. H. Hansen (επιμ.), The Polis as an urban centre and the
political community (1997) 352-449.
Mazarakis Ainian, From rulers΄dwellings to temples. Architecture, religion and
society in the Early Iron Age Greece 1100-700 BC (1997).
M. C. V. Vink, Urbanisation in Late and Sub-geometric Greece. Abstract considerations
and concrete case studies of Eretria and Zagora c. 700 B.C., Acta Hyperborea 7 (1997)
111-141.
M. Bats - B. d΄Agostino (επιμ.), Euboica. L΄Eubea e la presenza euboica in Calcidica e
in Occidenta. Atti del Convegno Internazionale di Napoli 13-16 Novembre 1996 (1998).
K. Reber, Die klassischen und hellenistischen Wohnhäuser im Westquartier, Eretria X
(1998).
S. G. Schmid, Ein Ungeheuer in Eretria, MusHelv 55 (1998) 193-211.
H. P. Isler, Bericht über die Arbeiten im Theater von Eretria, AntK 42 (1999) 116.
S. G. Schmid, Decline or prosperity in Roman Eretria?, Journal of Roman Archaeology
(JRA) 12 (1999) 273-293.
N. Ψάλτη, Eρέτρια. Tο νερό στη ζωή μιας αρχαίας πόλης. Tο αθάνατο νερό, Eυρωπαϊκές
Hμέρες Πολιτιστικής Kληρονομιάς 2000, YΠΠO, IA΄ EΠKA (2000).
S. Lehmann, Der bekleidete Gymnasiast. Eine neue Deutung zur Jüngling der Eretria,
AntK 44 (2001) 18-23.
culture.gr
S. G Schmid, Worshipping the Emperor(s), JRA 14 (2001) 113-142.
D. Knoepfler, Décret érétrienes de proxénie et de citoyenneté, Eretria XI (2001). D. Knoepfler, Loi d΄Erétrie contre la tyrannie et l΄oligarchie, BCH 125 (2001) 195-238 -
BCH 126 (2002) 149-204.
C. Huguenot, Les "Erotes" volants: recherche sur la signification d΄un groupe de terres
cuites hellénistiques d΄Erétrie, AntK 44 (2002) 92-116.
G. Le Rider, S. Verdan, La trouvaille d΄Erétrie: réserve d΄un orfèvre ou depot monétaire?,
AntK 45 (2002) 133-152.
E. Tουλούπα, Tα εναέτια γλυπτά του ναού του Aπόλλωνος ∆αφνηφόρου στην Eρέτρια,
Bιβλιοθήκη της εν Aθήναις Aρχαιολογικής Eταιρείας 220 (2002).
E. Tουλούπα - M. Kορρές, Tο κεντρικό ακρωτήριο του ναού του Δαφνηφόρου
Aπόλλωνος στην Eρέτρια, στο Δ. Δαμάσκος (επιμ.) Aρχαία Eλληνικά Γλυπτά, Aφιέρωμα
στη μνήμη του Στ. Tριάντη, Mουσείο Mπενάκη, Παράρτηµα 1 (2002) 73-82.
S. Huber, L Aire sacrificielle au nord du sanctuaire d Apollon Daphnéphoros, Eretria
XIV (2003).
E. Mango, Das Gymnasion, Eretria XIII (2003).
N. Mekacher, Matrizengeformte hellenistische Terrakotten, Eretria XII (2003) 91-109.
M. Palaczyk - E. Schönenberger, Amphorenstempel. Grabungen 1964-2001, Eretria XII
(2003).
S. Fachard, L’enceinte urbaine d΄Erétrie: un état de la question, AntK 47 (2004) 91.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου