Ο Τάραντας είναι παραθαλάσσια πόλη της Ιταλίας χτισμένη στην θέση της αρχαίας Ελληνικής αποικίας. Βρίσκεται στην νότια Ιταλία, στην περιοχή της Απουλίας, χτισμένη στις όχθες του ομώνυμου κόλπου.
Η πόλη έχει αναπτυχθεί πάνω σε μία μικρή νησίδα στο εσωτερικό της τοπικής λιμνοθάλασσας και στις ακτές γύρω απ’ αυτή. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης επαρχίας και ο πληθυσμός της είναι 201.349 κάτοικοι.
Ο Τάραντας είναι σημαντικό εμπορικό λιμάνι και κύρια βάση του Ιταλικού ναυτικού.
Η πόλη έχει αναπτυχθεί πάνω σε μία μικρή νησίδα στο εσωτερικό της τοπικής λιμνοθάλασσας και στις ακτές γύρω απ’ αυτή. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης επαρχίας και ο πληθυσμός της είναι 201.349 κάτοικοι.
Ο Τάραντας είναι σημαντικό εμπορικό λιμάνι και κύρια βάση του Ιταλικού ναυτικού.
Ο
Τάραντας ήταν η μοναδική αποικία της Σπάρτης στην Μεγάλη Ελλάδα.
Ιδρύθηκε το 706 π.Χ. και εγκαταστάθηκαν σε αυτή Σπαρτιάτες άποικοι. Οι
άποικοι έδωσαν στην πόλη το όνομα του ήρωα Τάραντα, γιου του θεού
Ποσειδώνα και μίας τοπικής νύμφης. Ο Τάραντας εξελίχθηκε σε κυρίαρχη
πόλη της Νότιας Ιταλίας επιβάλλοντας σταδιακά την κυριαρχία του και στις
γειτονικές πόλεις.
Έχουν ως πρόταση ένα επενδυτικό πρόγραμμα το οποίο θα έχουν αναφορά την Αρχαία Σπάρτη με πύλες εισόδους την Καλαμάτα και το Γύθειο.
Italiano - Ιταλικά
Έχουν ως πρόταση ένα επενδυτικό πρόγραμμα το οποίο θα έχουν αναφορά την Αρχαία Σπάρτη με πύλες εισόδους την Καλαμάτα και το Γύθειο.
Italiano - Ιταλικά
Taranto (Tàrde o Tàrende[3] in dialetto tarantino, parlato in città, Tàruntu in dialetto salentino, parlato in alcune isole amministrative ) è un comune italiano di 204.731 abitanti[1], capoluogo dell'omonima provincia in Puglia.
Antica colonia della Magna Grecia, è il secondo[4] comune della regione per popolazione, terzo dell'Italia meridionale peninsulare dopo Napoli e Bari, nonché sesto del Mezzogiorno.
Per la sua posizione geografica a cavallo tra Mar Grande e Mar Piccolo, Taranto è conosciuta come "città dei due mari"; da taluni viene definita "città spartana" con riferimento alla sua fondazione nell'VIII secolo a.C
La cronologia tradizionale, assegna la data della fondazione di Taranto al 706 a.C.[12]. Le fonti tramandate dallo storico Eusebio di Cesarea, parlano del trasferimento dello spartano Falanto e altri compatrioti, poiché figlio illegittimo di famiglie spartane, in questa zona per necessità di espansione o per questioni commerciali. Questi, distruggendo l'abitato indigeno, portarono una nuova linfa di civiltà e di tradizioni. La tradizione vuole che Taranto venne fondata da Partheniai ("figli delle vergini"), quei bambini nati dalle donne spartane durante l'assenza dei mariti impegnati nella guerra messenica. I Partheniai vennero esclusi dalla spartizione delle terre della Messenia e dovettero emigrare per fondare quella che rimane l'unica colonia spartana[13].
La struttura sociale della colonia sviluppò nel tempo una vera e propria cultura aristocratica, la cui ricchezza proveniva, probabilmente, dallo sfruttamento delle risorse del fertile territorio circostante, che venne popolato e difeso da una serie di phrouria tra le quali Pezza Petrosa, piccoli centri fortificati in posizione strategica[14]. Taranto ha quindi origini antichissime. Durante il periodo ellenistico della colonizzazione greca sulle coste dell'Italia meridionale, la città fu tra le più importanti della Magna Grecia. In quel periodo, infatti, divenne una potenza economica militare e culturale, che diede i natali a filosofi, strateghi, scrittori e atleti, diventando anche sede della scuola pitagorica tarantina, la seconda più importante dopo quella di Metaponto. A partire dal 367 a.C., fu la città più potente tra quelle che costituirono la lega italiota. Nel 281 a.C. entrò in conflitto con Roma (guerra tarentina) insieme al suo alleato Pirro, Re dell'Epiro, ma capitolò definitivamente nel 272 a.C. Durante la seconda guerra punica, Taranto aprì le porte ad Annibale nel 212 a.C., ma fu punita tre anni dopo con la strage dei suoi cittadini e col saccheggio quando Fabio Massimo la riconquistò.
Antica colonia della Magna Grecia, è il secondo[4] comune della regione per popolazione, terzo dell'Italia meridionale peninsulare dopo Napoli e Bari, nonché sesto del Mezzogiorno.
Per la sua posizione geografica a cavallo tra Mar Grande e Mar Piccolo, Taranto è conosciuta come "città dei due mari"; da taluni viene definita "città spartana" con riferimento alla sua fondazione nell'VIII secolo a.C
La cronologia tradizionale, assegna la data della fondazione di Taranto al 706 a.C.[12]. Le fonti tramandate dallo storico Eusebio di Cesarea, parlano del trasferimento dello spartano Falanto e altri compatrioti, poiché figlio illegittimo di famiglie spartane, in questa zona per necessità di espansione o per questioni commerciali. Questi, distruggendo l'abitato indigeno, portarono una nuova linfa di civiltà e di tradizioni. La tradizione vuole che Taranto venne fondata da Partheniai ("figli delle vergini"), quei bambini nati dalle donne spartane durante l'assenza dei mariti impegnati nella guerra messenica. I Partheniai vennero esclusi dalla spartizione delle terre della Messenia e dovettero emigrare per fondare quella che rimane l'unica colonia spartana[13].
La struttura sociale della colonia sviluppò nel tempo una vera e propria cultura aristocratica, la cui ricchezza proveniva, probabilmente, dallo sfruttamento delle risorse del fertile territorio circostante, che venne popolato e difeso da una serie di phrouria tra le quali Pezza Petrosa, piccoli centri fortificati in posizione strategica[14]. Taranto ha quindi origini antichissime. Durante il periodo ellenistico della colonizzazione greca sulle coste dell'Italia meridionale, la città fu tra le più importanti della Magna Grecia. In quel periodo, infatti, divenne una potenza economica militare e culturale, che diede i natali a filosofi, strateghi, scrittori e atleti, diventando anche sede della scuola pitagorica tarantina, la seconda più importante dopo quella di Metaponto. A partire dal 367 a.C., fu la città più potente tra quelle che costituirono la lega italiota. Nel 281 a.C. entrò in conflitto con Roma (guerra tarentina) insieme al suo alleato Pirro, Re dell'Epiro, ma capitolò definitivamente nel 272 a.C. Durante la seconda guerra punica, Taranto aprì le porte ad Annibale nel 212 a.C., ma fu punita tre anni dopo con la strage dei suoi cittadini e col saccheggio quando Fabio Massimo la riconquistò.
Ιστορία
Ο Τάραντας ήταν η μοναδική αποικία της Σπάρτης στην Μεγάλη Ελλάδα. Ιδρύθηκε το 706 π.Χ. και εγκαταστάθηκαν σε αυτή Σπαρτιάτες άποικοι. Οι άποικοι έδωσαν στην πόλη το όνομα του ήρωα Τάραντα, γιου του θεού Ποσειδώνα και μίας τοπικής νύμφης.
Ο Τάραντας εξελίχθηκε σε κυρίαρχη πόλη της Νότιας Ιταλίας επιβάλλοντας
σταδιακά την κυριαρχία του και στις γειτονικές πόλεις. Αποτέλεσε επίσης
πολύ σημαντικό εμπορικό κέντρο της δυτικής Μεσογείου.
Η κυριαρχία του Τάραντα στην νότια Ιταλία απειλήθηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. από τους Ρωμαίους, οπότε συμμάχησε με τον βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρο για να τους αντιμετωπίσει.
Οι Ρωμαίοι κατέλαβαν τελικά την πόλη λίγα χρόνια μετά
τους Πυρρικούς πολέμους το 272 π.Χ. Οι Ρωμαίοι μετά την κατάληψη της
πόλης κατέστρεψαν τα τείχη της.
Κατά την διάρκεια του Β' Ρωμαιο-Καρχηδονιακού Πολέμου ο Τάραντας υπέστη μεγάλες καταστροφές από τον στρατό του Αννίβα.
Η πόλη του Τάραντα παρέμενε σημαντική σ' όλη σχεδόν την διάρκεια την μεσαιωνικής της ιστορίας. Κατά την διάρκεια αυτή γνώρισε πολλούς διαφορετικούς κατακτητές. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην περιοχή της Ιταλίας κυριάρχησαν οι Οστρογότθοι.
Οι Οστρογότθοι ηττήθηκαν το 540 μ.Χ. από τον στρατό του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ιουστινιανού και η Ιταλία έγινε μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τους Βυζαντινούς ακολούθησαν οι Λομβαρδοί που κυριάρχησαν στο μεγαλύτερο τμήμα της Ιταλίας.
Η περιοχή του Τάραντα καταλήφθηκε πάλι από τους Βυζαντινούς όμως τον 8ο αιώνα και τον 9ο αιώνα πέρασε για μεγάλα διαστήματα χέρια των Αράβων Σαρακηνών.
Η κυριαρχία του Τάραντα στην νότια Ιταλία απειλήθηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. από τους Ρωμαίους, οπότε συμμάχησε με τον βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρο για να τους αντιμετωπίσει.
Κατά την διάρκεια του Β' Ρωμαιο-Καρχηδονιακού Πολέμου ο Τάραντας υπέστη μεγάλες καταστροφές από τον στρατό του Αννίβα.
Η πόλη του Τάραντα παρέμενε σημαντική σ' όλη σχεδόν την διάρκεια την μεσαιωνικής της ιστορίας. Κατά την διάρκεια αυτή γνώρισε πολλούς διαφορετικούς κατακτητές. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην περιοχή της Ιταλίας κυριάρχησαν οι Οστρογότθοι.
Οι Οστρογότθοι ηττήθηκαν το 540 μ.Χ. από τον στρατό του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ιουστινιανού και η Ιταλία έγινε μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τους Βυζαντινούς ακολούθησαν οι Λομβαρδοί που κυριάρχησαν στο μεγαλύτερο τμήμα της Ιταλίας.
Η περιοχή του Τάραντα καταλήφθηκε πάλι από τους Βυζαντινούς όμως τον 8ο αιώνα και τον 9ο αιώνα πέρασε για μεγάλα διαστήματα χέρια των Αράβων Σαρακηνών.
Τελικά κατακτήθηκε από
τους Νορμανδούς γύρω στο 1060 μ.Χ.
Μετά τους Νορμανδούς η πόλη έγινε μέρος του Βασιλείου της Νάπολης.
Στα μέσα του 18ο αιώνα αναφέρεται πως είχε πληθυσμό πάνω από 11.000
κατοίκων. Ο Τάραντας έγινε μέρος του σύγχρονου Ιταλικού κράτους το 1860,
όταν ενώθηκε το βασίλειο των Δύο Σικελιών με το νεοσύστατο Ιταλικό κράτος.
Περιγραφή
Το Τaranto είναι σήμερα μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ιταλίας έντονα εκβιομηχανοποιημένη και υποβαθμισμένη. Στην αρχαιότητα όμως ο Τάραντας ή Τάρας υπήρξε μια από τις σπουδαιότερες αποικίες των Ελλήνων στη μεσόγειο, η αδιαμφισβήτητη πρωτεύουσα της Μεγάλης Ελλάδος και η μοναδική αποικία που δημιουργήθηκε από τη Σπάρτη.
Η ίδρυση της πόλεως έγινε σύμφωνα με τον ιστορικό Ευσέβιο το 706 π.χ.
από τον Λακεδαίμονα Φάλανθο και και ομάδα Σπαρτιατών αποικιστών. Ο
Φάλανθος φεύγοντας από τη Σπάρτη ζήτησε το χρησμό του Μαντείου των
Δελφών και εν συνεχεία με πλοία κατευθύνθηκε στη νότιο Ιταλία όπου μετά
από σωρία μαχών και κακουχιών εγκαθίδρυσε τον Τάραντα.
Μνημεία
Η Ελληνική πόλη
Η χρήση των ταφικών μνημείων ήταν συνήθης στον Τάραντα, ιδίως από τον 4ο αι. Π.Χ. Σε προγενέστερο στάδιο υπήρχε η στήλη (πλάκα), μερικές φορές από μάρμαρο, που έμοιαζε με τα αττικά πρότυπα.Αργότερα αναπτύχθηκε μια ανεξάρτητη τυπολογία, την οποία γνωρίζουμε μέσα από το πλούσιο ρεπερτόριο των εικόνων που απεικονίζονται σε αγγεία Απουλίας.
Χρυσό περιδέραιο του Τάραντα
Αλφαβητάριο άθυρμα Τάρας
Το παιχνίδι είναι η εφαρμογή των γνώσεων που ήδη σας έχουμε
εφοδιάσει. Δηλαδή το πώς έγραφαν στην Αρχαία Ελλάδα, με τη λεγόμενη
γραφή Τάραντα. Μπορείτε να το παίξετε μαζί με έναν φίλο ή φίλη σας και
να μάθετε διασκεδάζοντας με αυτό.
Το πλαίσιο πάνω στο οποίο
παίζεται το παιχνίδι "Τάραντα" είναι ένα τετράγωνο το οποίο χωρίζεται σε
μικρά-μικρά τετραγωνάκια από οριζόντιες και κάθετες γραμμές.
Συνολικά
υπάρχουν είκοσι πέντε (25) σειρές οριζόντιες και είκοσι πέντε (25)
σειρές κάθετες οι οποίες δημιουργούν ένα πλέγμα από 625 τετραγωνάκια
Ο ναισκος
Το Μουσείο τού Τάραντος, το οποίο φιλοξενεί το απέραντο αρχαιολογικό υλικό πού ανακαλύφθηκε στο παρελθόν και πού διαρκώς έρχεται στο φως κατά τις εκσκαφές για την θεμελίωσι νέων κτιρίων—ή «νέα πόλις» τού Τάραντος υψώνεται στην περιοχή που καταλαμβάνει ή αρχαία νεκρόπολις—φυλάσσεται ό σκελετός ενός περιφήμου αθλητού τού τέλους τού 6ου αιώνος π.Χ., τού Ίκκου, πού ανασυνετέθη μέσα στην σαρκοφάγο στην οποία βρέθηκε. Στο πλάι του τοποθετήθηκαν οι τρεις μεγάλοι Παναθηναϊκοί αμφορείς πού είχαν ταφή μαζί του.
Ο τάφος ανακαλύφθηκε στον Τάραντα το 1956, κατά την διάρκεια των
εκσκαφών για τα θεμέλια ενός κτιρίου. Η παρουσία των Παναθηναϊκών
αμφορέων—εκείνων δηλαδή πού δίνονταν ως βραβείο στους αθλητάς για την
νίκη τους στους αγώνες, όπως σήμερα τα κύπελλα και τα μετάλλια—απέδειξε
ότι βρισκόμαστε μπροστά στα λείψανα τού ονομαστού αθλητού. Οι αμφορείς
είναι διακοσμημένοι, στην μιά πλευρά, με σκηνές πού παριστάνουν τα
αθλήματα στα οποία διέπρεπε ό Ίκκος: στον δρόμο και στην πάλη• στην άλλη
με την παράστασι τής πολεμικής Αθηνάς. Η συλλογή κεραμικών στο μουσείο
τού Τάραντος είναι πλουσιώτατη: πενήντα χιλιάδες περίπου αγγεία, εκτός
φυσικά από τα γλυπτά, τα ψηφιδωτά, τα νομίσματα, τα κοσμήματα. Ακόμη και
οι αποθήκες είναι γεμάτες αγγεία πού μόλις ανακαλύφθηκαν και
εξασφαλίσθηκαν από την απληστία των «τυμβωρύχων»,
Όπως στην φαραωνική Αίγυπτο, έτσι και στην Μεγάλη Ελλάδα ή δραστηριότης τους ήταν και είναι πολύ μεγάλη. Στον Τάραντα οι τάφοι έρχονται συχνά στο φως—όπως έχει λεχθή—κατά τις εκσκαφές για νέα θεμέλια. Καμμιά φορά οι ίδιοι οι εργάτες, όταν επισημάνουν ένα τάφο, αρπάζουν αμέσως το περιεχόμενο τής σαρκοφάγου: ό σκελετός πωλείται στους φοιτητάς τής Ιατρικής, τα σκεύη, τα χρυσαφικά, τα όπλα, καταλήγουν στους κλεπταποδόχους.
Κοντά στο λαθρεμπόριο αυτό, ευημερεί και ή βιομηχανία των πλαστών. Η μέθοδος για να εξακριβωθή αν ένα αγγείο είναι γνήσιο είναι αρκετά απλή. Την εξήγησε ό Γκασπάρε Λ’ Επισκόπια, ό προϊστάμενος τής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας τού Μεταποντίου, πού παρακολουθεί από χρόνια τις ανασκαφές στην Μεγάλη Ελλάδα.
Τα αγγεία πού βρίσκονται στις σαρκοφάγους, απαλλάσσονται από τα επιστρώματα πού απέκτησαν μετά από παραμονή τόσων αιώνων μέσα στην γη, και έπειτα, για να καθαρισθούν εντελώς, τα βυθίζουν σε διάλυμα νερού και υδροχλωρικού οξέος (δύο μέρη νερού και ένα οξέος) επί μερικές ώρες. Αν το αγγείο είναι γνήσιο, από την στιγμή πού θα πέσουν τα τελευταία επιστρώματα οι ζωγραφικές παραστάσεις εμφανίζονται ανέπαφες και τα χρώματα λαμπρά. Αν, αντίθετα, το κομμάτι είναι πλαστό, οι εικόνες αποχρωματίζονται, έπειτα εξαφανίζονται και παραμένει ό γυμνός πηλός. Ας περιγράψωμε, όμως, με λίγα λόγια την τεχνοτροπία των αρχαίων αυτών αγγείων. Οι τρεις κυριώτερες σχολές τής ελληνικής αγγειογραφίας πήραν τις ονομασίες τους από τον τόπο στον οποίο ήκμασαν. Η Κορινθιακή Σχολή, πού εμφανίσθηκε τον 8ο αιώνα π.Χ. στην Κόρινθο, έδρασε όλο τον 7ο αιώνα π.Χ. και έσβησε τον 6ο. Το χαρακτηριστικό της είναι οι μαύρες μορφές σε επιφάνεια σχεδόν λευκή. Απεικονίζονται κυρίως ζώα και γεωμετρικά σχέδια, ενώ οι ανθρώπινες μορφές σπανίζουν. Η Λακωνική Σχολή ήκμασε στην Σπάρτη από το 700 ως το 350 π.Χ. Έφθασε στο απόγειό της από το 600 ως το 550 π.Χ., όταν τα αγγεία και οι αμφορείς πού κατασκεύαζαν οι Σπαρτιάτες τεχνίτες εξήγοντο στην Μεγάλη Ελλάδα. Τα αγγεία τής Λακωνικής Σχολής ήσαν και αυτά διακοσμημένα με μορφές μαύρες, γεωμετρικά σχέδια και σχέδια ζώων σε υπόλευκη επιφάνεια. Τυπική ήταν ή διακόσμησις με καρπό ροδιάς. Πολύτιμα ευρήματα, εισαχθέντα ή ντόπια, βρέθηκαν στην Εγνατία, πόλι σημαντική και λιμάνι, όχι μακριά από το σημερινό Μπρίντιζι.
Η σημαντικώτερη, όμως, από τις ελληνικές σχολές ήταν ή Αττική, πού άρχισε να κυριαρχή στις αγορές τής Ιταλίας από τα μέσα τού 6ου αιώνος π.Χ. Τα αγγεία ήσαν κατασκευασμένα από λεπτότατο πηλό, στιλπνό, με χρώμα ερυθράς πλίνθου, διακοσμημένα με μορφές ανθρώπων και ζώων σε μαύρο χρώμα. Ο ρυθμός αυτός, ό λεγόμενος ακριβώς «μελανόμορφος», διήρκεσε ως το 530 περίπου π.Χ., οπότε οι Έλληνες αγγειογράφοι εδημιούργησαν τον λεγόμενο «ερυθρόμορφο» ρυθμό.
Ενώ, δηλαδή, πρώτα οι μορφές ζωγραφίζονταν με μαύρη βαφή στην κόκκινη επιφάνεια τού πηλού, στην δεύτερη περίπτωσι, ό αγγειογράφος ζωγραφίζει τις παραστάσεις αντιστρόφως, δηλαδή, επάνω στην κόκκινη φυσική επιφάνεια τού αγγείου εχάραζε ελαφρά, αλλά προσεκτικά την σκιαγραφία τής παραστάσεως. Ύστερα εγέμιζε την γύρω επιφάνεια με μαύρη βαφή, ώστε το βάθος τής εικόνας γινόταν μαύρο. Τις λεπτομέρειες απέδιδε με τον χρωστήρα και με μαύρη βαφή. Επομένως, στα εισαχθέντα αγγεία συναντώνται μαύρες μορφές τού 6ου αιώνος π.Χ. και ερυθρές τού 5ου.
«Η ιταλιωτική τέχνη, κατά μίμησι τής αττικής τέχνης τού 5ου αιώνος», λέει ό καθηγητής Φελίτσε Τζίνο Λό Πόρτο, Έφορος Αρχαιοτήτων τής Απουλίας και μιά από τις μεγαλύτερες αυθεντίες τής Ιταλίας γύρω από την αρχαιολογία τής Μεγάλης Ελλάδος, «έχει ερυθρές εικόνες σε μαύρο βάθος. Οι εικόνες είναι κάποτε ρετουσαρισμένες με λευκό χρώμα, ιδίως στα γυμνά μέρη τού γυναικείου σώματος, για να υπογραμμίζεται ή λεπτότης τής σάρκας. Ή Ιταλιωτική, όμως, κεραμική είναι λιγώτερο σημαντική από την πρωτότυπη ελληνική. Στα ιταλιωτικά αγγεία διακρίνονται τρεις ρυθμοί, τρεις τόποι προελεύσεως: Απουλία, Λευκανία και Καλαβρία. Τα προϊόντα αυτά τής αγγειοπλαστικής ξεχωρίζουν, εκτός των άλλων, από τα διαφορετικά σχήματα, τις διαστάσεις και, κυρίως, τον τύπο τού πηλού. Η Ιταλιωτική τέχνη είναι επηρεασμένη σχεδόν πάντοτε από την Αττική Σχολή, σπανίως από την Κορινθιακή και την Λακωνική.
Όπως στην φαραωνική Αίγυπτο, έτσι και στην Μεγάλη Ελλάδα ή δραστηριότης τους ήταν και είναι πολύ μεγάλη. Στον Τάραντα οι τάφοι έρχονται συχνά στο φως—όπως έχει λεχθή—κατά τις εκσκαφές για νέα θεμέλια. Καμμιά φορά οι ίδιοι οι εργάτες, όταν επισημάνουν ένα τάφο, αρπάζουν αμέσως το περιεχόμενο τής σαρκοφάγου: ό σκελετός πωλείται στους φοιτητάς τής Ιατρικής, τα σκεύη, τα χρυσαφικά, τα όπλα, καταλήγουν στους κλεπταποδόχους.
Κοντά στο λαθρεμπόριο αυτό, ευημερεί και ή βιομηχανία των πλαστών. Η μέθοδος για να εξακριβωθή αν ένα αγγείο είναι γνήσιο είναι αρκετά απλή. Την εξήγησε ό Γκασπάρε Λ’ Επισκόπια, ό προϊστάμενος τής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας τού Μεταποντίου, πού παρακολουθεί από χρόνια τις ανασκαφές στην Μεγάλη Ελλάδα.
Τα αγγεία πού βρίσκονται στις σαρκοφάγους, απαλλάσσονται από τα επιστρώματα πού απέκτησαν μετά από παραμονή τόσων αιώνων μέσα στην γη, και έπειτα, για να καθαρισθούν εντελώς, τα βυθίζουν σε διάλυμα νερού και υδροχλωρικού οξέος (δύο μέρη νερού και ένα οξέος) επί μερικές ώρες. Αν το αγγείο είναι γνήσιο, από την στιγμή πού θα πέσουν τα τελευταία επιστρώματα οι ζωγραφικές παραστάσεις εμφανίζονται ανέπαφες και τα χρώματα λαμπρά. Αν, αντίθετα, το κομμάτι είναι πλαστό, οι εικόνες αποχρωματίζονται, έπειτα εξαφανίζονται και παραμένει ό γυμνός πηλός. Ας περιγράψωμε, όμως, με λίγα λόγια την τεχνοτροπία των αρχαίων αυτών αγγείων. Οι τρεις κυριώτερες σχολές τής ελληνικής αγγειογραφίας πήραν τις ονομασίες τους από τον τόπο στον οποίο ήκμασαν. Η Κορινθιακή Σχολή, πού εμφανίσθηκε τον 8ο αιώνα π.Χ. στην Κόρινθο, έδρασε όλο τον 7ο αιώνα π.Χ. και έσβησε τον 6ο. Το χαρακτηριστικό της είναι οι μαύρες μορφές σε επιφάνεια σχεδόν λευκή. Απεικονίζονται κυρίως ζώα και γεωμετρικά σχέδια, ενώ οι ανθρώπινες μορφές σπανίζουν. Η Λακωνική Σχολή ήκμασε στην Σπάρτη από το 700 ως το 350 π.Χ. Έφθασε στο απόγειό της από το 600 ως το 550 π.Χ., όταν τα αγγεία και οι αμφορείς πού κατασκεύαζαν οι Σπαρτιάτες τεχνίτες εξήγοντο στην Μεγάλη Ελλάδα. Τα αγγεία τής Λακωνικής Σχολής ήσαν και αυτά διακοσμημένα με μορφές μαύρες, γεωμετρικά σχέδια και σχέδια ζώων σε υπόλευκη επιφάνεια. Τυπική ήταν ή διακόσμησις με καρπό ροδιάς. Πολύτιμα ευρήματα, εισαχθέντα ή ντόπια, βρέθηκαν στην Εγνατία, πόλι σημαντική και λιμάνι, όχι μακριά από το σημερινό Μπρίντιζι.
Η σημαντικώτερη, όμως, από τις ελληνικές σχολές ήταν ή Αττική, πού άρχισε να κυριαρχή στις αγορές τής Ιταλίας από τα μέσα τού 6ου αιώνος π.Χ. Τα αγγεία ήσαν κατασκευασμένα από λεπτότατο πηλό, στιλπνό, με χρώμα ερυθράς πλίνθου, διακοσμημένα με μορφές ανθρώπων και ζώων σε μαύρο χρώμα. Ο ρυθμός αυτός, ό λεγόμενος ακριβώς «μελανόμορφος», διήρκεσε ως το 530 περίπου π.Χ., οπότε οι Έλληνες αγγειογράφοι εδημιούργησαν τον λεγόμενο «ερυθρόμορφο» ρυθμό.
Ενώ, δηλαδή, πρώτα οι μορφές ζωγραφίζονταν με μαύρη βαφή στην κόκκινη επιφάνεια τού πηλού, στην δεύτερη περίπτωσι, ό αγγειογράφος ζωγραφίζει τις παραστάσεις αντιστρόφως, δηλαδή, επάνω στην κόκκινη φυσική επιφάνεια τού αγγείου εχάραζε ελαφρά, αλλά προσεκτικά την σκιαγραφία τής παραστάσεως. Ύστερα εγέμιζε την γύρω επιφάνεια με μαύρη βαφή, ώστε το βάθος τής εικόνας γινόταν μαύρο. Τις λεπτομέρειες απέδιδε με τον χρωστήρα και με μαύρη βαφή. Επομένως, στα εισαχθέντα αγγεία συναντώνται μαύρες μορφές τού 6ου αιώνος π.Χ. και ερυθρές τού 5ου.
«Η ιταλιωτική τέχνη, κατά μίμησι τής αττικής τέχνης τού 5ου αιώνος», λέει ό καθηγητής Φελίτσε Τζίνο Λό Πόρτο, Έφορος Αρχαιοτήτων τής Απουλίας και μιά από τις μεγαλύτερες αυθεντίες τής Ιταλίας γύρω από την αρχαιολογία τής Μεγάλης Ελλάδος, «έχει ερυθρές εικόνες σε μαύρο βάθος. Οι εικόνες είναι κάποτε ρετουσαρισμένες με λευκό χρώμα, ιδίως στα γυμνά μέρη τού γυναικείου σώματος, για να υπογραμμίζεται ή λεπτότης τής σάρκας. Ή Ιταλιωτική, όμως, κεραμική είναι λιγώτερο σημαντική από την πρωτότυπη ελληνική. Στα ιταλιωτικά αγγεία διακρίνονται τρεις ρυθμοί, τρεις τόποι προελεύσεως: Απουλία, Λευκανία και Καλαβρία. Τα προϊόντα αυτά τής αγγειοπλαστικής ξεχωρίζουν, εκτός των άλλων, από τα διαφορετικά σχήματα, τις διαστάσεις και, κυρίως, τον τύπο τού πηλού. Η Ιταλιωτική τέχνη είναι επηρεασμένη σχεδόν πάντοτε από την Αττική Σχολή, σπανίως από την Κορινθιακή και την Λακωνική.
Sources / Bibliography / Photos
Archytas of Tarentum, philosopher, mathematician, astronomer, statesman, strategist and commander-in-chief of the army of Taranto
Philolaus, mathematician and philosopher
Aristoxenus, peripatetic philosopher, and writer on music and rhythm
Leonidas of Tarentum, poet
Lysis of Tarentum, philosopher
Cleinias of Tarentum, Pythagorean philosopher
Rhinthon (c. 323–285 BC), dramatist
Livius Andronicus, poet
Titus Quinctius Flamininus, propraetor of Tarentum
Pacuvius, tragic poet, died in Tarentum in 130 BC
Cataldus, archbishop and patron saint of Taranto
Aristoxenus, peripatetic philosopher, and writer on music and rhythm
Leonidas of Tarentum, poet
Lysis of Tarentum, philosopher
Cleinias of Tarentum, Pythagorean philosopher
Rhinthon (c. 323–285 BC), dramatist
Livius Andronicus, poet
Titus Quinctius Flamininus, propraetor of Tarentum
Pacuvius, tragic poet, died in Tarentum in 130 BC
Cataldus, archbishop and patron saint of Taranto
http://www.wikipedia.org/
Bohemond of Taranto, (born in Calabria) key military leader on the First Crusade
Gil Albornoz, archbishop of Taranto in 1644
Giovanni Paisiello, composer
Pierre Choderlos de Laclos, Napoleonic army general and novelist, died in Taranto
www.giovannicarrieri.com
Etienne-Jacques-Joseph-Alexandre MacDonald (1765–1840), duke of Taranto and marshal of France
Marcus Fulvius Nobilior, rumoured to have been born here and not Rome as was first assumed
Riccardo Tisci, fashion designer, creative director of Givenchy
Roberta Vinci, professional tennis player
Bohemond of Taranto, (born in Calabria) key military leader on the First Crusade
Gil Albornoz, archbishop of Taranto in 1644
Giovanni Paisiello, composer
Pierre Choderlos de Laclos, Napoleonic army general and novelist, died in Taranto
www.giovannicarrieri.com
Etienne-Jacques-Joseph-Alexandre MacDonald (1765–1840), duke of Taranto and marshal of France
Marcus Fulvius Nobilior, rumoured to have been born here and not Rome as was first assumed
Riccardo Tisci, fashion designer, creative director of Givenchy
Roberta Vinci, professional tennis player
http://www.britannica.com/
Cosimo Damiano Lanza, pianist, harpsichordist and composer
Pino De Vittorio, singer, actor
Cosimo Damiano Lanza, pianist, harpsichordist and composer
Pino De Vittorio, singer, actor
http://www.italyworldclub.com
Quentin Tarantino, whose family derives its surname from its origins in the city
Michele Riondino, actor, director, singer
Laura Albanese, Italian-Canadian newscaster a
Michele Riondino, actor, director, singer
Laura Albanese, Italian-Canadian newscaster a
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου